Προσοχή στα χημικά σε έπιπλα και ταπετσαρίες
22 Δεκεμβρίου 2020, 10:00
Επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη διεξαγωγής κλινικών ερευνών σε ανθρώπους για να προσδιοριστούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της έκθεσης σε χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως επιβραδυντές φλόγας και οι οποίες βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι.
«Πρέπει να γνωρίζουμε εάν τα βρέφη που εκτίθενται σε επιβραδυντές φλόγας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση, μπορεί να εκδηλώσουν διαβήτη στην παιδική ηλικία ή ως ενήλικες» υπογραμμίζει η Elena Kozlova, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και διδακτορική φοιτήτρια Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Τα ευρήματα της μελέτης σε πειραματόζωα δημοσιεύονται στο Scientific Reports και αναφέρουν ότι οι επιβραδυντές φλόγας (πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες) έχουν ήδη συσχετιστεί με τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη σε ενήλικες ανθρώπους. Πρόκειται για χημικές ουσίες που προστίθενται σε έπιπλα, ταπετσαρίες και ηλεκτρονικά είδη για την πρόληψη πυρκαγιάς . Απελευθερώνονται στον αέρα που αναπνέουν οι άνθρωποι στο σπίτι, στο αυτοκίνητο και τα αεροπλάνα επειδή ο χημικός τους δεσμός με τις επιφάνειες είναι αδύναμος.
Η νέα μελέτη έδειξε ότι οι χημικές αυτές ουσίες προκαλούν διαβήτη σε ποντίκια που εκτίθενται σε αυτές μέσω της μητέρας τους –στη μήτρα και μέσω του μητρικού γάλακτος-, με την Elena Kozlova να χαρακτηρίζει «αξιοσημείωτο» το γεγονός ότι «οι θηλυκοί απόγονοι εμφάνισαν διαβήτη στην ενήλικη ζωή τους, πολύ μετά την έκθεση στις χημικές ουσίες».
«Οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες βρίσκονται παντού στο σπίτι. Είναι αδύνατο να αποφευχθούν εντελώς» δηλώνει από πλευράς της η Δρ Margarita Curras-Collazo, νευροεπιστήμονας και επίσης συγγραφέας της μελέτης, επισημαίνοντας πως παρόλο που οι πιο επιβλαβείς πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες έχουν απαγορευτεί, η ανεπαρκής ανακύκλωση προϊόντων που τους περιέχουν έχει ως αποτέλεσμα οι ερευνητές να εξακολουθούν να τους εντοπίζουν στο ανθρώπινο αίμα, το λίπος, τους εμβρυϊκούς ιστούς, καθώς και το μητρικό γάλα σε χώρες παγκοσμίως.
Δεδομένης της προηγούμενης συσχέτισης με τον διαβήτη σε ενήλικες άνδρες και γυναίκες, καθώς και σε εγκύους, η Curras-Collazo και η ομάδα της θέλησαν μέσω μελέτης σε πειραματόζωα να διαπιστώσουν εάν αυτές οι χημικές ουσίες θα μπορούσαν να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις σε παιδιά μητέρων που έχουν εκτεθεί σε επιβραδυντές φλόγας. Οι ερευνητές εξέθεσαν τις μητέρες ποντικιών σε χαμηλά επίπεδα των χημικών ουσιών, συγκρίσιμα με τη μέση ανθρώπινη περιβαλλοντική έκθεση τόσο κατά την εγκυμοσύνη, όσο και κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Όλα τα νεογνά ανέπτυξαν δυσανεξία στη γλυκόζη, υψηλά επίπεδα γλυκόζης νηστείας, αντίσταση στην ινσουλίνη και χαμηλά επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα, όλα χαρακτηριστικά στοιχεία του διαβήτη. Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα νεογνά είχαν υψηλά επίπεδα ενδοκανναβινοειδών στο ήπαρ, τα οποία είναι μόρια που σχετίζονται με την όρεξη, το μεταβολισμό και την παχυσαρκία.