Μικροβίωμα εντέρου και αντιβιοτικά στο μικροσκόπιο για τις αναπτυξιακές διαταραχές
15 Απριλίου 2024, 16:00
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Cell αναφέρει ότι η η μη υγιής εντερική χλωρίδα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, σχετίζεται με διαγνώσεις όπως είναι η διαταραχή αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Η συγκεκριμένη μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου της Φλόριντα και του Πανεπιστημίου του Linköping, είναι η πρώτη προοπτική μελέτη που εξετάζει τη σύνθεση της εντερικής χλωρίδας και μια μεγάλη ποικιλία άλλων παραγόντων σε βρέφη, σε σχέση με την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος των παιδιών. Oι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν αρκετούς δείκτες που φαίνεται να σχετίζονται με μελλοντικές διαταραχές της νευρολογικής ανάπτυξης.
«Το σημαντικό της εργασίας είναι ότι αυτοί οι βιοδείκτες βρέθηκαν κατά τη γέννηση στο αίμα του ομφάλιου λώρου ή στα κόπρανα του παιδιού σε ηλικία ενός έτους, πάνω από μια δεκαετία πριν από τη διάγνωση», αναφέρει σχετικά ο Δρ Eric W Triplett, καθηγητής στο Τμήμα Μικροβιολογίας και Κυτταρικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Φλόριντα στις ΗΠΑ, ένας από τους ερευνητές της μελέτης.
Για να διεξαχθεί η εν λόγω μελέτη, περισσότερα από 16.000 παιδιά που γεννήθηκαν την περίοδο 1997-1999, παρακολουθήθηκαν από τη γέννησή τους μέχρι τα 20 χρόνια τους. Από αυτά, 1.197 παιδιά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 7,3%, έχουν διαγνωστεί με διαταραχή αυτιστικού φάσματος, ΔΕΠΥ, διαταραχή επικοινωνίας ή νοητική αναπηρία. Ένας αριθμός παραγόντων του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος, εντοπίστηκε μέσω ερευνών που διεξήχθησαν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ανατροφής των παιδιών. Για ορισμένα από τα παιδιά, οι ερευνητές ανέλυσαν ουσίες στο αίμα του ομφάλιου λώρου και βακτήρια στα κόπρανά τους σε ηλικία ενός έτους.
«Εντοπίσαμε στη μελέτη ότι υπάρχουν σαφείς διαφορές στην εντερική χλωρίδα ήδη κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής μεταξύ εκείνων που αναπτύσσουν ΔΑΦ ή ΔΕΠΥ και εκείνων που δεν αναπτύσσουν. Βρήκαμε συσχετίσεις με ορισμένους παράγοντες που επηρεάζουν τα βακτήρια του εντέρου, όπως η θεραπεία με αντιβιοτικά κατά τον πρώτο χρόνο του παιδιού, η οποία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αυτών των ασθενειών», εξηγεί ο Δρ Ludvigsson, ανώτερος καθηγητής στο Τμήμα Βιοϊατρικών και Κλινικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Linköping, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης μαζί με τον Δρα Triplett.
Τα παιδιά που είχαν επανειλημμένες ωτίτιδες κατά το πρώτο έτος της ζωής τους, είχαν αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστούν με μια αναπτυξιακή νευρολογική διαταραχή αργότερα στη ζωή τους. Πιθανόν να μην είναι η ίδια η λοίμωξη ο ένοχος, αλλά οι ερευνητές πιθανολογούν ότι υπάρχει συσχέτιση με τη θεραπεία με τα αντιβιοτικά. Μάλιστα διαπίστωσαν ότι η παρουσία βακτηρίων Citrobacter ή η απουσία βακτηρίων Coprococcus, αύξανε τον κίνδυνο μελλοντικής διάγνωσης. Έτσι τώρα υποστηρίζουν ότι μία πιθανή εξήγηση είναι το γεγονός ότι η θεραπεία με αντιβιοτικά, μπορεί να διαταράξει τη σύνθεση της χλωρίδας του εντέρου με τρόπο που συμβάλλει στις νευρο-αναπτυξιακές διαταραχές. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ασθενειών που συνδέονται με το ανοσοποιητικό σύστημα, όπως ο διαβήτης τύπου 1 και οι παιδικοί ρευματισμοί, έχει αποδειχθεί σε προηγούμενες μελέτες.
Η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει επίσης ότι ο κίνδυνος αναπτυξιακής νευρολογικής διάγνωσης στο παιδί αυξάνεται εάν οι γονείς καπνίζουν. Αντίθετα, ο θηλασμός έχει προστατευτική επίδραση, σύμφωνα με τη μελέτη. Συγκεκριμένα, από τα δείγματα αίματος του ομφάλιου λώρου για τον εντοπισμό διαφόρων ουσιών από το μεταβολισμό του οργανισμού, όπως λιπαρά οξέα και αμινοξέα, αποδείχθηκε ότι τα παιδιά που διαγνώστηκαν αργότερα, είχαν χαμηλά επίπεδα αρκετών σημαντικών λιπαρών ουσιών στο αίμα. Ένα από αυτά, το λινολενικό οξύ, απαραίτητο για τον σχηματισμό των ωμέγα 3 λιπαρών οξέων και με θετικές επιδράσεις στον εγκέφαλο.
Αν και η έρευνα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και με τη συμμετοχή μιας και μόνο μερίδας παιδιών και θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες, η ανακάλυψη ότι πολλοί βιοδείκτες για μελλοντικές αναπτυξιακές νευρολογικές διαταραχές μπορούν να παρατηρηθούν σε νεαρή ηλικία, ανοίγει τη δυνατότητα εφαρμογής προληπτικών μέτρων μακροπρόθεσμα.