Γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης: Η εμπειρία της Ελλάδας την περίοδο καραντίνας
16 Ιουλίου 2020, 09:00
Στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της πενταψήφιας Τηλεφωνικής Γραμμής Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306 εν μέσω της πανδημίας, εμφανίζονται τα κυρίαρχα συναισθήματα των Ελλήνων που αναζήτησαν ψυχολογική υποστήριξη.
Το Ευρωπαϊκό Τμήμα για την Ψυχική Υγεία (Mental Health Europe) προώθησε έναν χάρτη που απεικονίζει τηλεφωνικές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια της κρίσης Covid-19 σε 23 ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσα στις οποίες δεν συγκαταλεγόταν η χώρα μας, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο δημιουργήθηκαν ειδικές τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας για τον ιό παρέχοντας συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη για πολλές και διαφορετικές κατηγορίες πολιτών.
Στην Ελλάδα, η παροχή τηλεφωνικής ψυχολογικής υποστήριξης στην κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού SARS-CoV-2 και του κινδύνου της λοίμωξης COVID-19 αποτέλεσε μια πρωτοβουλία της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών με τη δημιουργία της αντίστοιχης γραμμής, που ξεκίνησε να λειτουργεί αμέσως μετά τις 10 Μαρτίου 2020 με τη διαδικασία του επείγοντος, σε συνεργασία με τις Πρυτανικές Αρχές του ΕΚΠΑ. H Γραμμή που απαντούσε στον αριθμό 2107297957 πλαισιώθηκε σε αυτή την πρώτη φάση λειτουργίας της από Καθηγητές Ψυχιατρικής, Ψυχολόγους, καθώς και εθελοντές εσωτερικούς και εξωτερικούς συνεργάτες της Κλινικής.
Η αποκτηθείσα εμπειρία αυτής της Γραμμής αποτέλεσε την αφετηρία της συζήτησης για την επέκταση και διεύρυνσή της με τη συνεργασία της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Υγείας, που μετεξελίχτηκε στην πορεία σε Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης με την εμπλοκή της Ομοσπονδίας Φορέων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας «ΑΡΓΩ».
Η πενταψήφια Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306 τέθηκε σε λειτουργία το Σάββατο 4 Απριλίου 2020 και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Αναφορικά με τα κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία το 65,2% είναι γυναίκες, το 41,1% έγγαμοι, το 42,1% έχει ολοκληρώσει προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές και το 53% ανήκει στις οικονομικά ενεργές ομάδες.
Η πλειοψηφία των καλούντων (63%) δεν ανέφερε να πάσχει από κάποια ψυχική νόσο.
Ο ένας στους δύο δεν είχε ποτέ απευθυνθεί σε επαγγελματία ψυχικής υγείας, ούτε τώρα ούτε στο παρελθόν.
Ο φόβος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που οι καλούντες ανέφεραν ότι ένιωσαν σε μεγαλύτερη συχνότητα (67,6% απάντησαν συνέχεια ή αρκετές φορές), με τη λύπη (58,2%), τον αιφνιδιασμό (43%) και τον θυμό (42,8%) να ακολουθούν.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο λειτουργίας της Γραμμής το 90% των κλήσεων αφορά στην Covid-19, ενώ σχεδόν το 86% αφορά στα περιοριστικά μέτρα και την καραντίνα. Σε αυτό το πρώτο δεκαπενθήμερο προεξάρχουν τα αιτήματα που περιγράφουν ανησυχία μόλυνσης από τον κορωνοϊό για τον ίδιο τον καλούντα ή για αγαπημένο του πρόσωπο χωρίς να ανήκει σε κάποια ευπαθή ομάδα, αλλά και το αίσθημα «πνιγμονής» που προκύπτει από τον υποχρεωτικό εγκλεισμό, ενώ τα άγχη για την οικονομία απασχολούν προς το παρόν σε αυτή τη φάση ένα 44,3% των πολιτών.
Με την πάροδο του χρόνου και καθώς η καμπύλη μετάδοσης του ιού παραμένει σταθερή ή κινείται καθοδικά παρατηρείται αισθητή μείωση των αιτημάτων που αφορούν στην Covid-19, αιτήματα που φτάνουν το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Μαΐου να έχουν το χαμηλότερο ποσοστό (54,6%).
Αναφορικά με τα αιτήματα γύρω από την οικονομία, το πρώτο διάστημα το 44,3% εκδηλώνει σημάδια ανησυχίας, όσο όμως πλησιάζει το πέρας της καραντίνας και η έκθεση στις νέες κανονικότητες, αρχίζει πάλι να αυξάνεται σταδιακά η ανασφάλεια για τα οικονομικά ζητήματα. Τα χρονικά σημεία όπου διαφαίνεται μείωση των ποσοστών που σχετίζονται με τις οικονομικές παραμέτρους της κρίσης, φαίνεται να συμπίπτουν με την περίοδο που η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα στήριξης, «ανακουφίζοντας» τουλάχιστον πρόσκαιρα, την αγχώδη αντίδραση των πολιτών για εκείνο το διάστημα. Όμως, η βραδεία αλλά σταθερά ανοδική οικονομική ανασφάλεια θα μπορούσε να συνδεθεί με την αναγκαστική επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας από τη μία πλευρά, αλλά και με τον φόβο της προοδευτικά αυξανόμενης οικονομικής δυσχέρειας (ανεργία, μερική απασχόληση, διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας) από την άλλη.
Αναφορικά με τα αιτήματα που αφορούν στην καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα στην επαφή ή στην απόσταση, χαρακτηριστικό είναι το εύρημα ότι διατηρούνται σε όλη τη χρονική περίοδο σε υψηλά επίπεδα (σχεδόν άνω του 80%), ενώ κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Μαΐου ακολουθούν μια καθοδική πορεία, αλλά παραμένουν αισθητά υψηλότερα από τα αντίστοιχα του φόβου για τον ιό και την οικονομία.
Ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον έχει και η συγκριτική αποτύπωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης σε αντιπαραβολή με αυτά του άγχους.
Γίνεται σαφές ότι αν και το άγχος σημειώνει υψηλά επίπεδα κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο (38,7%), ακολουθεί έκτοτε καθοδική πορεία, με την τελευταία περίοδο του Μαΐου τα ποσοστά να βρίσκονται πλέον μόλις στο 15,6%.
Αντίθετα, η κατάθλιψη ξεκινά στην αρχή των περιοριστικών μέτρων με χαμηλότερα ποσοστά από αυτά του άγχους (30,6%) και παρά τις αυξομειώσεις που εμφανίζει, το τελευταίο δεκαπενθήμερο φτάνει στο 35,4% παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση και κάνοντας αισθητή τη διαφορά σε αυτή την ειδική πληθυσμιακή ομάδα που αποτελείται από τα άτομα που ζητούν βοήθεια σε μια τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης.
Γιατί άραγε προεξάρχει η κατάθλιψη έναντι του άγχους σε μια συγκυρία όπου οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και λειτουργίας μας ακολουθούν κατακλυσμιαία πορεία; Αξίζει να εστιάσουμε στα εξής:
Καθώς οι μέρες περνούν και η εξάπλωση του ιού ελέγχεται και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, μειώνονται και τα άγχη νόσησης που προκύπτουν από αυτόν. Τα περιοριστικά μέτρα έχουν καταφέρει πλέον να «εμπεριέξουν» στη συλλογική συνείδηση την εξάπλωση του ιού και της γενικότερης απειλής που προκαλεί η μεταδοτικότητά του. Ωστόσο, το αποτύπωμα της καραντίνας με τους συνεπακόλουθους περιορισμούς στην επικοινωνία, τους νέους τρόπους φυσικής απόστασης, τη νέα «κουλτούρα» της ασώματης επαφής και το μειωμένο αίσθημα ελευθερίας στη μετακίνηση αναδύουν σταδιακά ένα «συλλογικό πένθος» απέναντι σε μια μεγάλη απώλεια: την απώλεια της παλιάς κανονικότητας στη συνύπαρξη και τον αποχωρισμό του ήδη γνώριμου τρόπου ζωής. Καθώς υποχωρεί η παλίρροια του πρώτου κύματος κατακλυσμιαίων συναισθημάτων, ξεσκεπάζεται το τραυματικό φορτίο που κουβάλησε μαζί της. Και βγαίνει στην επιφάνεια ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων που είναι χαρακτηριστικά της κλινικής κατάθλιψης.
Ταυτόχρονα ξεσκεπάζεται όμως και το σκληρό βίωμα της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης και επανενεργοποιούνται οι διεργασίες της κατάθλιψης, που ως νόσος αναδείχθηκε σε εθνική μάστιγα και αποτυπώθηκε ως «εθνική κατάθλιψη», με τα ποσοστά της να εκτινάσσονται από 3,3% πριν από την κρίση (2008) στο 12,4% το 2013 σε επιδημιολογικές έρευνες γενικού πληθυσμού.
Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα η πανδημική κρίση της Covid-19 αποκτά ειδική βαρύτητα για το ατομικό και συλλογικό ψυχικό αφήγημα, αναμοχλεύοντας επώδυνα συναισθήματα και ψυχοτραυματικές μνήμες από το πρόσφατο εθνικό παρελθόν.