ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Το στρες αυξάνει την πιθανότητα εξάπλωσης του καρκίνου

25 Φεβρουαρίου 2024, 11:43

images

Μια ερευνητική ομάδα από το Εργαστήριο Cold Spring Harbor της Νέας Υόρκης διαπίστωσε ότι το χρόνιο στρες μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα εξάπλωσης του καρκίνου. Συγκεκριμένα, ανακάλυψαν ότι το χρόνιο στρες κάνει ορισμένα λευκά αιμοσφαίρια που ονομάζονται ουδετερόφιλα, να σχηματίζουν κολλώδεις δομές που μοιάζουν με ιστό, διευκολύνοντας έτσι τα καρκινικά κύτταρα να εισβάλουν στους ιστούς.

Οι ερευνητές διεξήγαγαν την έρευνά τους σε εργαστηριακά ποντίκια που είχαν καρκίνο του μαστού. Όταν τα ποντίκια βίωσαν στρες, ο κίνδυνος περαιτέρω εξάπλωσης του καρκίνου τους αυξήθηκε κατά δύο έως τέσσερις φορές. Ωστόσο, ενώ η μελέτη φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι το στρες προάγει την ανάπτυξη του καρκίνου, δεν αποδεικνύει ότι προκαλεί την ανάπτυξη όγκων.

«Το στρες είναι κάτι που δεν μπορούμε πραγματικά να αποφύγουμε στους ασθενείς με καρκίνο» , δήλωσε η Δρ. Xue-Yan He, ερευνήτρια στο Cold Spring Harbor Laboratory.

«Μπορείτε να φανταστείτε ότι αν διαγνωστείτε με καρκίνο, δεν μπορείτε να σταματήσετε να σκέφτεστε την ασθένεια, την ασφάλιση ή την οικογένειά σας. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πώς επηρεάζει το άγχος» τόνισε η ερευνήτρια.

Τα ποντίκια είχαν όγκους στο στήθος και καρκίνο που είχε εξαπλωθεί στους πνεύμονές τους. Οι ερευνητές εξέθεσαν ορισμένα από αυτά τα ποντίκια σε στρεσογόνες συνθήκες και παρατήρησαν μεγαλύτερη ανάπτυξη όγκων και εξάπλωση στους πνεύμονες σε σχέση με τα τρωκτικά που δεν είχαν εκτεθεί σε συνθήκες άγχους.

«Είδα αυτή την τρομακτική αύξηση των μεταστατικών αλλοιώσεων στα ζώα. Η αύξηση των μεταστάσεων ήταν έως και τετραπλάσια», δήλωσε η Δρ. Μικαέλα Έγκεμπλαντ, συν-συγγραφέας της μελέτης.

Το άγχος προκάλεσε επίσης μείωση του αριθμού των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως τα Τ κύτταρα και τα κύτταρα «φυσικοί φονείς» (NK), ενώ αύξησε τον αριθμό των ουδετερόφιλων που ταξίδευαν από την κυκλοφορία του αίματος και εισέρχονταν στους όγκους. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η ορμόνη του στρες κορτικοστερόνη προώθησε την εξάπλωση του καρκίνου και προκάλεσε βλάβες στους πνεύμονες των ποντικών. Επίσης, εναπόθεσε περισσότερη ποσότητα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται φιμπρονεκτίνη, η οποία προάγει την εισβολή των καρκινικών κυττάρων, και οδήγησε σε μείωση των Τ κυττάρων, τα οποία κανονικά καταστέλλουν την ανάπτυξη του καρκίνου.

Τα στρεσαρισμένα ποντίκια είχαν επίσης περισσότερα ουδετερόφιλα στο αίμα τους. Τα ουδετερόφιλα απελευθερώνουν ΝΕΤ- δικτυωτά δίκτυα DNA και πρωτεϊνών- τα οποία κανονικά προστατεύουν τον οργανισμό από τους μικροοργανισμούς που προσπαθούν να εισβάλλουν.

Για να επιβεβαιώσουν ότι το στρες πυροδοτεί τον σχηματισμό NET, οι ερευνητές πραγματοποίησαν τρεις δοκιμές. Αρχικά, αφαίρεσαν τα ουδετερόφιλα από τα ποντίκια χρησιμοποιώντας αντισώματα. Στη συνέχεια χορήγησαν στα ζώα ένα φάρμακο που διαταράσσει τα NET. Τέλος, εξέτασαν ποντίκια των οποίων τα ουδετερόφιλα δεν ανταποκρίνονταν στα γλυκοκορτικοειδή. Είναι αξιοσημείωτο ότι και στις τρεις δοκιμές παρατηρήθηκαν παρόμοια αποτελέσματα.

Τα ποντίκια που υπέστησαν στρες δεν ανέπτυξαν περισσότερες μεταστάσεις, υποδεικνύοντας έναν κρίσιμο ρόλο των ουδετερόφιλων και του σχηματισμού ΝΕΤ στην επαγόμενη από το στρες μετάσταση του καρκίνου. Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι το χρόνιο στρες προκάλεσε το σχηματισμό NET που τροποποιούσε τον πνευμονικό ιστό ακόμη και σε ποντίκια χωρίς καρκίνο.

«Είναι σχεδόν σα να προετοιμάζει τον ιστό για να πάθει καρκίνο», σημείωσε η Έγκεμπλαντ.

Τα φάρμακα που στοχεύουν στο σχηματισμό NET θα αποσκοπούσαν στην αλλαγή του περιβάλλοντος που περιβάλλει έναν αναπτυσσόμενο όγκο σε μια προσπάθεια να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν την ανάπτυξή του. Τα υποσχόμενα υποψήφια φάρμακα μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή, η οποία θα αποθαρρύνει τη μετάσταση του όγκου.

Το κύριο συμπέρασμα, σύμφωνα με την καθηγήτρια του Cold Spring Harbor Lab Λίντα Βαν Έλστ, είναι ότι «η μείωση του στρες θα πρέπει να αποτελεί συστατικό στοιχείο της θεραπείας και της πρόληψης του καρκίνου».

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Cancer Cell».

Πηγή: Euro2day

Σχετικά Άρθρα