Αυξητική τάση στις δαπάνες ΓεΣΥ - Καθησυχάζει ο ΟΑΥ
11 Απριλίου 2024, 05:30
Αυξητική τάση παρουσιάζουν οι δαπάνες για το Γενικό Σχέδιο Υγείας και μάλιστα είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις δαπάνες που υπολογίστηκαν από την αναλογιστική μελέτη Mercer του 2013, με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), να καθησυχάζει για τη βιωσιμότητα του ΓεΣΥ.
Όπως αναφέρεται στην πρώτη αξιολόγηση του ΓεΣΥ που δημοσίευσε χθες το YgeiaWatch, η αύξηση των δαπανών ισχύει σε όλα τα εθνικά συστήματα, αφού η γήρανση του πληθυσμού, οι νέες τεχνολογίες και οι αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού, πιέζουν προς τα πάνω τις δαπάνες υγείας.
Επισημαίνεται ότι κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΓεΣΥ, ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί αύξησης των δαπανών αφού υπήρξε η προσθήκη νέων υπηρεσιών (ενδονοσοκομειακά, αποκατάσταση, ανακουφιστική κτλ).
Σταδιακά οι δαπάνες στις περισσότερες κατηγορίες, άρχισαν να σταθεροποιούνται.
Με την πλήρη ανάπτυξη των υπηρεσιών του συστήματος κατά το 2023, αναμένεται ότι η μέση ετήσια αύξηση των δαπανών από το 2024 μέχρι το 2031, θα σταθεροποιηθεί γύρω στο 4%.
«Ο ρυθμός αυτός κρίνεται λογικός λαμβάνοντας υπόψη την αυξητική τάση των δικαιούχων και τον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης της οικονομίας», αναφέρει ο ΟΑΥ.
Μεγαλύτερες οι δαπάνες σε σχέση με τις προβλέψεις
Οι δαπάνες του ΓεΣΥ είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις δαπάνες που υπολογίστηκαν από την αναλογιστική μελέτη Mercer του 2013, κάτι που όπως υπογραμμίζει ο ΟΑΥ, ίσως εκ πρώτης όψεως προκαλεί ανησυχία.
Η συγκεκριμένη μελέτη όμως, τονίζεται, έγινε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2013) με στοιχεία του 2010 και οι παράμετροι που επιβλήθηκαν από την τρόικα όσον αφορά στην οικονομική ανάπτυξη, ήταν πολύ συντηρητικοί.
«Η οικονομία αναπτύχθηκε με πολύ υψηλότερους ρυθμούς, κάτι που αναντίλεκτα επηρέασε και τις δαπάνες του τομέα της υγείας. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια βάσιμη ανησυχία με δεδομένο ότι παρά την αύξηση της δαπάνης, τα ποσοστά εισφοράς που καθορίστηκαν ενώ παραμένουν σταθερά χρηματοδοτούν με επάρκεια το σύστημα, όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της αναλογιστικής μελέτης», αναφέρει ο ΟΑΥ.
Σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, τα έσοδα καθώς και οι δαπάνες του ΓεΣΥ, είχαν υποεκτιμηθεί σχετικά ομοιόμορφα. Μάλιστα, τονίζεται ότι τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ καλύτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει δημιουργηθεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου €500 εκατ.
Εθνικές Δαπάνες Υγείας έναντι του ΑΕΠ
Όπως αναφέρεται στην αξιολόγηση, ένας δείκτης που δίνει μια καλή ένδειξη στο κατά πόσο το εθνικό σύστημα υγείας λειτουργεί με αποδοτικότητα, είναι ο δείκτης «Εθνικές Δαπάνες Υγείας έναντι του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος».
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι οι δαπάνες του εκάστοτε εθνικού συστήματος υγείας, δεν ταυτίζονται με τις εθνικές δαπάνες υγείας αφού οι εθνικές δαπάνες υγείας, περιλαμβάνουν όλες ανεξαιρέτως τις δαπάνες υγείας, δηλαδή και εκείνες που πραγματοποιούνται εκτός του εθνικού συστήματος υγείας.
Ο δείκτης αυτός είναι σημαντικός αφού σε περίπτωση όπου το εθνικό σύστημα υπολειτουργεί, οι πολίτες αναγκάζονται πέραν της υποχρεωτικής εισφοράς τους, να καταβάλουν σημαντικά ποσά για απευθείας ιδιωτικές δαπάνες, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους, δηλαδή αναγκάζονται να διπλοπληρώνουν.
Από τα στοιχεία της Eurostat, διαφαίνεται ότι ο εν λόγω μέσος ευρωπαϊκός δείκτης κυμαίνεται γύρω στο 10%, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανήλθε μέχρι και το 11%. Στην Κύπρο ο δείκτης μετά την εφαρμογή του ΓεΣΥ, εκτιμάται ότι παραμένει συστηματικά κάτω από το 9%.
«Αυτό είναι μια καλή ένδειξη ότι το ΓεΣΥ καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των πολιτών, διατηρώντας παράλληλα τη συνολική δαπάνη κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Επίσης είναι μια ένδειξη ότι δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι σε πολύ μικρό βαθμό, το φαινόμενο διπλοπληρωμής υπηρεσιών υγείας», τονίζεται.
Όσον αφορά τη συνολική εισφορά στο ΓεΣΥ για εισόδημα ενός μισθωτού ανέρχεται στα 10,25%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία, η οποία χρηματοδοτεί το εθνικό σύστημα υγείας της με παρόμοιο τρόπο, είναι στο 14,6%.
Διαχειριστικό κόστος του συστήματος
Η άλλη καλή ένδειξη στο κατά πόσο το εθνικό σύστημα υγείας λειτουργεί με αποδοτικότητα, είναι το ποσοστό του ετήσιου διοικητικού κόστους έναντι της ετήσιας συνολικής δαπάνης του συστήματος.
Με βάση το άρθρο 4(2)(η), ο οργανισμός έχει αρμοδιότητα «να διαθέτει ποσοστό των χρημάτων του ετήσιου προϋπολογισμού το οποίο να μην υπερβαίνει το 5% για τη διαχείριση του ίδιου του οργανισμού».
Στην πράξη το διαχειριστικό κόστος του ΓεΣΥ είναι περίπου γύρω στο 1,6%, δηλαδή πολύ χαμηλότερο από αυτό που επιτρέπει ο νόμος αλλά και από τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων εθνικών συστημάτων υγείας.
Ο ΟΑΥ εξηγεί ότι σε αυτό συμβάλλει σημαντικά το γεγονός ότι όλη η δραστηριότητα του ΓεΣΥ λειτουργεί σε μια ενιαία ηλεκτρονική πλατφόρμα, το ίδιο το σύστημα είναι ενιαίο οπότε αποφεύγεται η δημιουργία «μεσιτικού κόστους» και επίσης αξιοποιούνται στο έπακρο οι υφιστάμενες υποδομές και η τεχνογνωσία συγκεκριμένων υπηρεσιών της Δημοκρατίας, όπως του Τμήματος Φορολογίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Γενικού Λογιστηρίου, όσο αφορά στην είσπραξη των εισφορών καθώς και του Υπουργείου Υγείας, της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων όσον αφορά στην αξιολόγηση κατά πόσο ένα άτομο είναι δικαιούχος στο ΓεΣΥ.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι διπλές εργασίες και περιορίζεται σημαντικά το διοικητικό κόστος.
Αναλογιστική Μελέτη του ILO
Το 2022 ολοκληρώθηκε η πρώτη αναλογιστική μελέτη από το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, η οποία ήταν η πρώτη μετά την έναρξη του ΓεΣΥ, όπου κατέδειξε ότι το σύστημα είναι οικονομικά βιώσιμο. Η μελέτη κάλυψε την περίοδο 2020-2030 και επιβεβαίωσε ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαφοροποίηση των ποσοστών χρηματοδότησης του συστήματος.
Παράλληλα, τα τελικά αποτελέσματα της νέας αναλογιστικής μελέτης (2021 -2031) είναι ακόμη πιο βελτιωμένα.
Υπογραμμίζεται ότι παρά τη συνεχή προσπάθεια που καταβάλλεται από τον ΟΑΥ για εμπλουτισμό του πακέτου υπηρεσιών του συστήματος, κάτι που προϋποθέτει και αύξηση δαπανών, εντούτοις το σύστημα παραμένει βιώσιμο με σημαντικά αποθέματα (€500 εκατ.).
«Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την ανάγκη για συνεχή αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης ιδιαίτερα στη βάση των εξελίξεων της ευρύτερης οικονομίας και τη λήψη μέτρων σε περίπτωση που στην πράξη ανατραπούν οι βασικές υποθέσεις της αναλογιστικής μελέτης», υπογραμμίζει ο ΟΑΥ.
Αξιοζήλευτη πρόοδος
Όπως υπογραμμίζεται, η μέχρι σήμερα πορεία του ΓεΣΥ, καταδεικνύει μια αξιοζήλευτη πρόοδο όσον αφορά στις βασικές αρχές, όπως η καθολική κάλυψη, η ισότιμη πρόσβαση, η αλληλεγγύη κτλ.
Αναφέρεται ακόμη ότι ο μονοασφαλιστικός χαρακτήρας του, η σχετικά επαρκής αυτονομία του οργανισμού, η ενεργός συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαχείριση του συστήματος, καθώς και κάποιες άλλες βασικές ρυθμίσεις, δημιουργούν τις καλύτερες προϋποθέσεις ώστε το ΓεΣΥ να βελτιώνεται συνεχώς.
«Χωρίς να σημαίνει ότι ο σχεδιασμός του συστήματος δεν πρέπει με την πάροδο του χρόνου συνεχώς να εκσυγχρονίζεται, επιβάλλεται να διατηρηθεί σταθερότητα στο σχεδιασμό ώστε να δοθεί χρόνος να αποδώσει ακόμη περισσότερο. Η σταθερή πολιτική στήριξη της κυβέρνησης καθώς και της Βουλής, της κοινωνικής συμμαχίας και γενικότερα των πολιτών, βοηθά στα μέγιστα ώστε το σύστημα να προοδεύει απερίσπαστα. Αυτή η σταθερή πολιτική επιβάλλεται να συνεχιστεί», τονίζει ο ΟΑΥ.
Ετοιμασία Στρατηγικού Σχεδίου
Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, ο ΟΑΥ αναφέρει ακόμη ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί το μεσοπρόθεσμό και μακροπρόθεσμο Στρατηγικό Σχέδιο του οργανισμού. Θα πρέπει να τεθούν βραχυπρόθεσμοι, μεσοπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι ώστε να υπάρχει ξεκάθαρη κατεύθυνση για την πορεία που θα ακολουθήσει το σύστημα τα επόμενα χρόνια.
Η προσπάθεια θα πρέπει να περιλαμβάνει μετρήσιμους στόχους, ώστε να μπορούν να γίνονται συγκρίσεις και να αξιολογούνται τα αποτελέσματα με ένα όσο το δυνατό πιο αντικειμενικό τρόπο.
Παράλληλα, αναφέρεται ότι ο οργανισμός θα πρέπει να καθορίσει συγκεκριμένη πολιτική και τα ανάλογα εργαλεία/μηχανισμούς για τη διαχείριση της συμμετοχής των παροχέων στο σύστημα, έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα χαμηλής προσφοράς ή υπερπροσφοράς.
«Το θέμα δεν είναι απλό αφού το νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει να «κλείνουν» αυθαίρετα οι αγορές και ούτε ο οργανισμός θα ήταν σωστό να αποκλείσει μελλοντικούς επίδοξους παρόχους οι οποίοι θα μπορούσαν να επενδύσουν με τρόπο που θα αναβάθμιζαν γενικότερα το πακέτο υπηρεσιών του ΓεΣΥ», σημειώνεται.
Της Γεωργίας Χαννή