Πόσο μας ενδιαφέρει η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου για το αίμα;
29 Ιουλίου 2022, 09:45
* της Δρος Ανδρούλλας Ελευθερίου
Ένα κρίσιμο βήμα προς την ενίσχυση της ασφάλειας, της ποιότητας και της διαθεσιμότητας του αίματος και των προϊόντων του στην Ευρώπη σηματοδοτεί η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αντικατάσταση των υφιστάμενων oδηγιών για το αίμα, τους ιστούς και τα κύτταρα με Κανονισμό, ο οποίος και υποβλήθηκε επισήμως προς έγκριση πριν μόλις λίγες ημέρες.
Ο εν λόγω Κανονισμός, μόλις εγκριθεί από τα κράτη μέλη, θα αντικαταστήσει όλες τις προυπάρχουσες σχετικές οδηγίες και θα ισχύει εξίσου σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, διαμορφώνοντας έτσι ένα αναβαθμισμένο πλαίσιο που θα διασφαλίζει ότι τόσο αυτές όσο και άλλες ουσίες ανθρώπινης προέλευσης που χρησιμοποιούνται για ιατρική θεραπεία δε μεταδίδουν ασθένειες και αποφέρουν συνεχώς πραγματικά οφέλη για τους ασθενείς.
Πώς αποτιμάται, όμως, η πρόταση αυτή της ΕΕ και τι συνεπάγεται στην πράξη για τα κράτη-μέλη και τους πολίτες;
Καταρχάς, και οφείλω να το αναφέρω, αντικατοπτρίζει επιτυχώς και σε σημαντικό βαθμό τις ανησυχίες των κοινοτήτων ασθενών με θαλασσαιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία και άλλες μεταγγισιοεξαρτώμενες νόσους σε σχέση με ένα παρωχημένο νομικό πλαίσιο είκοσι ετών, το οποίο, αν και ήταν ουσιώδες και τεράστιας αξίας κατά τη σύλληψη και εφαρμογή του, άρχισε με την πάροδο των χρόνων να εμφανίζει κενά και αδυναμίες, και όχι αδίκως.
Νέες ή επανεμφανιζόμενες μολυσματικές ασθένειες, σύγχρονες επιστημονικές εξελίξεις, αυξημένη χρήση αίματος, ιστών και κυττάρων σε έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ιατρικών και επιστημονικών κλάδων προκάλεσαν σωρεία προκλήσεων σε όλο το φάσμα της νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων, κυρίως για τον πληθυσμό των ασθενών που εκπροσωπεί η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ), των ελλείψεων αίματος και της πρόσβασης σε νέες τεχνολογίες που περιλαμβάνουν την επεξεργασία του αίματος, των ιστών και των κυττάρων.
Αν εξετάσουμε μόνο την περίπτωση του αίματος, έχουμε σήμερα περίπου 15 εκατομμύρια αιμοδότες στην ΕΕ. Μπορεί εύκολα κανείς να διαπιστώσει, συνεπώς, πόσο ουσιαστικό είναι να υφίστανται σαφείς, αυστηροί και εναρμονισμένοι μεταξύ των κρατών μελών κανόνες που θα μεριμνούν για το ότι οι δωρεές είναι ασφαλείς, ότι επιτυγχάνουν το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα στον ασθενή και ότι οι δότες δεν τίθενται σε κίνδυνο. Οι θεραπείες αυτές αποτελούν καθοριστικής σημασίας τμήμα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθιστούν εφικτές την επείγουσα περίθαλψη, τις μεταμοσχεύσεις και άλλες χειρουργικές επεμβάσεις, και εν κατακλείδι σώζουν αναρίθμητες ζωές κάθε χρόνο.
Ο προτεινόμενος Κανονισμός, εκτός από τη βελτίωση της ασφάλειας του αίματος, προβλέπει μέτρα για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των δεδομένων, των προειδοποιήσεων για μειωμένα αποθέματα και των σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Ως μείζον ζήτημα στις περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης, η επάρκεια του αίματος πρέπει να διαφυλαχθεί ενεργά και με τρόπο ευέλικτο, όπως ακριβώς περιγράφεται στην πρόταση της Επιτροπής, προς όφελος των ασθενών που έχουν χρόνια ανάγκη αίματος και των προϊόντων του.
Επιπρόσθετα, αυτό το πολύ σημαντικό έγγραφο αίρει τους υφιστάμενους φραγμούς και διευκολύνει την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες που χρησιμοποιούν αίμα, ιστούς και κύτταρα, εισάγοντας μια εκ των προτέρων αξιολόγηση κινδύνου.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ειδικότερα, αισιοδοξώ πως οι θετικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε κοινοτικό επίπεδο θα δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στις σοβαρές προσπάθειες που ήδη καταβάλλονται από το Υπουργείο Υγείας για εκσυγχρονισμό του περί Αιμοδοσίας Νόμου του 1997 (58(I)/1997), καθώς και του γενικότερου ισχύοντος εθνικού πλαισίου που άπτεται της συλλογής, ελέγχου, διαχείρισης και διάθεσης του αίματος και των παραγώγων του.
Η επόμενη μέρα της πανδημίας θέτει ενώπιόν μας την πρόκληση να ενστερνιστούμε και να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα της έκτακτης υγειονομικής κρίσης που βιώσαμε, ανταποκρινόμενοι με ετοιμότητα και συστηματικότητα στη βιώσιμη διασφάλιση της επάρκειας στα αποθέματα του αίματος και τον περιορισμό των ελλείψεων. Για να ευοδώσει αυτή η προσπάθεια, απαιτείται η χάραξη μιας μακρόπνοης στρατηγικής για την αιμοδοσία, με έμφαση μεταξύ άλλων και στην εκπαίδευση των αιμοδοτών, η οποία θα συμπλέει και με τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά και με τις απαιτήσεις και ιδιαίτερότητες της χώρας μας.
Παράλληλα, η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που προωθείται δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τη βέλτιστη εφαρμογή του συστήματος αιμοεπαγρύπνησης στην Κύπρο που θα συνεισφέρει αποφασιστικά στην εξασφάλιση της ποιότητας και της ασφάλειας του μεταγγιζόμενου αίματος, με στόχο την προστασία των ασθενών, πολυμεταγγιζόμενων και μη.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσουμε την ευκαιρία και τα εργαλεία που μας παρέχει ο νέος Κανονισμός αναξιοποίητα.
*Δρ. Ανδρούλλα Ελευθερίου
Ιολόγος BSC, MSc, PhD
Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ)