ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

3 Χρόνια ΓεΣΥ: Σημαντικά τα οφέλη, πολλά τα αγκάθια

06 Ιουνίου 2022, 12:31

images

* της Δρος Ανδρούλλας Ελευθερίου

Αδιαφιλονίκητα, η θεσμοθέτηση και εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓεΣΥ) αποτέλεσε μια κορυφαία τομή στη δομή του κράτους πρόνοιας, και μια σημαντική πολιτική και κοινωνική παρακαταθήκη για τη χώρα μας, τόσο συμβολικά, όσο και επί του πρακτέου. Η καθολική κάλυψη του πληθυσμού και το πρόταγμα για ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας συνιστούν κομβικά ζητήματα, η σημασία των οποίων είναι – σχεδόν – αυτονόητη στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Μέσα σε μόλις 3 χρόνια εφαρμογής και ενώ βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, το ΓεΣΥ όχι μόνο μπόρεσε να αντέξει απέναντι στους σοβαρούς κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία της Covid-19, αλλά κατόρθωσε να κερδίσει το στοίχημα της αποδοχής του από μια τεράστια μερίδα της κοινωνίας και να μετρά σήμερα πάνω από 900.000 εγγεγραμμένους δικαιούχους. Αυτή η κατάκτηση είναι σπουδαία, ειδικά για ένα νεοσύστατο σύστημα υγείας. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο εφαρμογής του ΓεΣΥ, αξίζει, πέρα από τον απαραίτητο απολογισμό και αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας του, να σταθούμε στο τι μέλλει γενέσθαι ώστε το σύστημα να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες υγείας που παρέχει και να θωρακιστεί αποτελεσματικότερα απέναντι σε δυσλειτουργίες και προβλήματα που ταλανίζουν, πρώτα και πάνω από όλα, τους ίδιους τους ασθενείς.

Το οικονομικό σκέλος της υπόθεσης ΓεΣΥ είναι ίσως το πλέον προφανές και απαιτεί προσεκτικό χειρισμό και στοχευμένες διαρθρωτικές παρεμβάσεις για να μην οδηγηθεί μακροπρόθεσμα το Σύστημα Υγείας σε σοβαρή οικονομική δυσπραγία ή ακόμη χειρότερα σε πλήρη εκτροχιασμό. Επισημάνσεις από πολλούς εμπλεκόμενους, ακόμη και σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, σχετικά με καταχρήσεις τόσο από πλευράς παρόχων όσο και δικαιούχων, αισχροκέρδεια και ανορθολογισμό στις δαπάνες – αρκεί να αναλογιστεί κανείς λ.χ. τον μεγάλο αριθμό παραπομπών σε ειδικούς ιατρούς και εξειδικευμένες εξετάσεις– έχουν δει πολλάκις το φως της δημοσιότητας τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι θετικό ότι ο ίδιος ο ΟΑΥ αναγνωρίζει το πρόβλημα και έχει εξαγγείλει την πρόθεσή του να το αναχαιτίσει βάσει στρατηγικού σχεδίου, αφήνοντας, ωστόσο, ανοικτό το παράθυρο αναπροσαρμογής, αύξησης δηλαδή, των εισφορών που καταβάλλουν οι δικαιούχοι.

Στα αγκάθια του Συστήματος, πέραν των λελογισμένων ανησυχιών για την οικονομική πτυχή και τον εξορθολογισμό των εξόδων, έρχονται να προστεθούν και τα θεσμικά/δομικά του «κουσούρια». Έχω αναφερθεί σε πολλά από αυτά μέσα από την τακτική αρθρογραφία μου, παραμένω πιστή στις διαπιστώσεις μου και θα σταχυολογήσω εδώ ενδεικτικά ορισμένα από αυτά:

  • Η μη χρηστή και αναποτελεσματική διοίκηση και διαχείριση με κυριότατη απόρροια την καθυστέρηση στην αυτονόμηση των, πολύπαθων και συνάμα υπερπολύτιμων, δημόσιων νοσηλευτηρίων, έστω και με οποιαδήποτε καθυστέρηση ή στασιμότητα επήλθε λόγω Covid-19.
  • Η απουσία ανεξάρτητων μηχανισμών ελέγχου και πιστοποίησης της ποιότητας των προσφερόμενων υγειονομικών υπηρεσιών με μετρήσιμους δείκτες, τόσο για κρατικούς όσο και για ιδιωτικούς φορείς και παρόχους υγείας, εφόσον μιλάμε για μια ενιαία αγορά υπηρεσιών. H ίδρυση, λειτουργία και διασφάλιση της βιωσιμότητας ενός Ανεξάρτητου Ινστιτούτου για την προώθηση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας ήταν, είναι και θα παραμείνει εκ των ων ουκ άνευ.
  • Η απουσία Πανεπιστημιακών Κλινικών, η ελλιπής προώθηση της έρευνας, της πρόσβασης των ασθενών στην καινοτομία, της δια βίου εκπαίδευσης όλων των στελεχών των μονάδων του ΓεΣΥ, φαινόμενα που θέτουν προσκόμματα στην εμπέδωση της κλινικής αριστείας.
  • Η ανεξάρτητη εποπτεία στη διαχείριση του ρόλου του ΟΑΥ και του ΟΚΥπΥ και η διαφάνεια στην ποιότητα και τον χρόνο διεκπεραίωσης δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ποιότητας και αποτελεσματικότητας ενός οποιουδήποτε οργανισμού, πολλώ μάλλον δε του ΟΑΥ και του ΟΚΥπΥ σε μια κρισιμότατη καμπή του εθνικού συστήματος υγείας. Επίσης χρειάζεται, σε σχέση με τον ΟΑΥ, η άμεση επανασύσταση του Συμβουλίου του, με τρόπο που να συνάδει με εκείνον που εφαρμόζουν προηγμένα ευρωπαϊκά και άλλα κράτη και στη βάση διαμοιρασμού και ανταλλαγής καλών πρακτικών.
  • Το Υπουργείο Υγείας διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των πολύπλευρων αναγκών που δημιούργησε η πανδημία, «δανειζόμενο» όμως εμπειρογνωμοσύνη από τις Πανεπιστημιακές Σχολές της Κύπρου και του εξωτερικού. Είναι αδιανόητο να παραμένει σήμερα η Κύπρος μια από τις λιγοστές Ευρωπαϊκές χώρες που δε διαθέτουν εθνικό φορέα/οργανισμό για τη προστασία και βελτίωση της δημόσιας υγείας. Η συνεργασία με ακαδημαϊκούς σε κρίσιμες περιόδους για τη δημόσια υγεία είναι και θεμιτή και επιβεβλημένη, ωστόσο απαιτείται η σύσταση ενός ειδικού φορέα Δημόσιας Υγείας (τύπου ECDC) με δικούς του κανονισμούς και λειτουργία για την ανάπτυξη και προώθηση δράσεων που θα αποσκοπούν στην προαγωγή της δημόσιας υγείας, την πρόληψη των χρόνιων νοσημάτων και γενικότερα στη μείωση του βάρους τόσο από τα μεταδοτικά, όσο και από τα μη μεταδοτικά νοσήματα.

Όλα τα παραπάνω ζητήματα και πολλά ακόμη που εκκρεμούν, όπως τα εφημερεύοντα ιατρεία ή η πολυσυζητημένη ένταξη των Τμημάτων Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (ΤΑΕΠ) των Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων στο ΓεΣΥ, έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των παραπόνων, τη δυσαρέσκεια των ασθενών, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στο Σύστημα, ενώ συνδέονται άρρηκτα και με την εκτόξευση του κόστους για τους παρόχους υγείας.

Μερικά από τα πιο πάνω ζητήματα θα μπορούσαν να τύχουν οριστικής και γρήγορης επίλυσης, εφαρμόζοντας πιστά τις σχετικές νομοθεσίες. Για άλλα, όμως, μπορεί να είναι αναγκαία η ρύθμιση του νόμου, ο εκσυγχρονισμός υφιστάμενων πολιτικών ή και η δημιουργία νέων δομών/φορέων (π.χ. του Ινστιτούτου Κλινικής Αριστείας).

Θέλουμε το Σύστημα Υγείας να διέπεται από τις απαράβατες αξίες της διαφάνειας, της αξιοπιστίας, της εμπειρογνωμοσύνης, του σεβασμού στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το μείζον ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι η οικοδόμηση ενός αποδοτικού, αποτελεσματικού και δίκαιου συστήματος υγείας απαιτεί την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του. Με άλλα λόγια, απαιτεί να θυσιάσουμε σπάταλες επιλογές του παρελθόντος, για να εξασφαλίσουμε ότι αυτό θα επιζήσει και στο μέλλον.

Απαιτείται μια στροφή από την κανονιστική ρητορική στη θετικιστική προσέγγιση, που θα βασίζεται στην αξιολόγηση των τεχνολογιών, των παρεμβάσεων και των προγραμμάτων που εφαρμόζονται στον τομέα υγείας. Τα επιστημονικά εργαλεία και οι μέθοδοι τεκμηρίωσης υπάρχουν. Πλέον, απαιτείται μια δέσμευση της κεντρικής διοίκησης σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο για την ισότητα, την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και τη χρηματοδοτική δικαιοσύνη.

*Δρ. Ανδρούλλα Ελευθερίου

Ιολόγος BSCMScPhD

Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ)

Σχετικά Άρθρα