Υψηλότερος κίνδυνος θνησιμότητας για όσους εμφανίζουν διαβήτη τύπου 2 σε νεαρή ηλικία
05 Νοεμβρίου 2024, 07:00
Νέα έρευνα υπογραμμίζει ότι ο πρώιμος διαβήτης τύπου 2, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο θνησιμότητας σε σύγκριση με διαγνώσεις σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής. Ειδικότερα, στη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Diabetes & Endocrinology, οι ερευνητές διερεύνησαν εάν τα ποσοστά θνησιμότητας και οι επιπλοκές διαφέρουν μεταξύ νεότερης και μεταγενέστερης έναρξης διαβήτη τύπου 2. Η διάγνωσή του πριν από την ηλικία των 40 ετών, ορίστηκε ως διαβήτης τύπου 2 νεότερης έναρξης, ενώ η διάγνωση στην ηλικία των 40 ετών και άνω, ορίστηκε ως μεταγενέστερης έναρξης. Αξιολογήθηκαν συνολικά 7 παράγοντες: Καταληκτικά σημεία που σχετίζονται με το διαβήτη, θάνατος από διαβήτη, θάνατος από οποιαδήποτε αιτία, έμφραγμα του μυοκαρδίου, περιφερική αγγειακή νόσος, εγκεφαλικό επεισόδιο και μικροαγγειακή νόσος. Εκτιμήθηκε ο απόλυτος και προσαρμοσμένος κίνδυνος επίπτωσης για κάθε έκβαση κατά την παρακολούθηση.
Να σημειώσουμε ότι υπάρχει ο αποκαλούμενος νεανικός διαβήτης ή διαβήτης τύπου 1 που εμφανίζεται σε παιδιά και νέους ενήλικες και υπάρχει και ο διαβήτης τύπου 2 που εμφανίζεται στη μέση και τρίτη ηλικία συνήθως από κακή διατροφή, καθιστική ζωή και παχυσαρκία.
Η παρούσα μελέτη περιελάμβανε 4.550 συμμετέχοντες από τη δοκιμή UKPDS με ΔΤ2 που δεν είχαν αυτοαντισώματα που σχετίζονται με το διαβήτη. Από αυτούς, οι 429 είχαν ΔΤ2 νεότερης έναρξης σε μέση ηλικία 35,1 ετών, ενώ οι υπόλοιποι εμφάνισαν στα 53,8 χρόνια, κατά μέσο όρο. Κατά τη διάγνωση, οι συμμετέχοντες νεότερης έναρξης ΔΤ2 ήταν πιο πιθανό να είναι Ινδοί ή Ασιάτες. Είχαν επίσης υψηλότερο μέσο ΔΜΣ, υψηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδιών νηστείας και χαμηλότερο μέσο όρο HbA1c από τα άτομα με μεταγενέστερη έναρξη.
Οποιοδήποτε καταληκτικό σημείο σχετιζόμενο με τον διαβήτη, εμφανίστηκε στο 47,1% και στο 73,2% των συμμετεχόντων με νεότερη και μεταγενέστερη έναρξη σε διάμεσο διάστημα παρακολούθησης 18 και 17,4 ετών, αντίστοιχα. Τα προσαρμοσμένα και τα απόλυτα ποσοστά επίπτωσης, ήταν υψηλότερα στην ομάδα ΔΤ2 με μεταγενέστερη έναρξη για όλα τα αποτελέσματα εκτός από τη μικροαγγειακή νόσο. Συνολικά, καταγράφηκαν 2.048 θάνατοι σε μια παρακολούθηση 74.979 ανθρωπο-ετών.
Ένα χρόνο μετά τη διάγνωση, όλες οι ηλικιακές ομάδες εμφάνισαν σημαντικές βελτιώσεις στη γλυκόζη αίματος νηστείας, στο ΔΜΣ, στην HbA1c και στην εκτιμώμενη λειτουργία των β-κυττάρων σε σύγκριση με την αρχική τιμή. Στη συνέχεια, ο μέσος όρος γλυκόζης αίματος νηστείας, ΔΜΣ, αντίστασης στην ινσουλίνη και HbA1c, ήταν αυξημένος σε άτομα νεότερης έναρξης T2D κατά τα πρώτα 20 χρόνια παρακολούθησης. Στα 10 χρόνια παρακολούθησης, ο ΔΜΣ, η γλυκόζη αίματος νηστείας και η HbA1c αυξήθηκαν περισσότερο σε άτομα νεότερης έναρξης.
Συγκεκριμένα, η εκτιμώμενη λειτουργία των β-κυττάρων στην ομάδα νεότερης έναρξης, η οποία ήταν υψηλότερη κατά τη διάγνωση, μειώθηκε περισσότερο τα πρώτα 10 χρόνια μετά τη διάγνωση. Συνολικά, το 75,1% και το 85,2% των ατόμων με νεότερη και μεταγενέστερη έναρξη τυχαιοποιήθηκαν σε στρατηγικές γλυκαιμικού ελέγχου. Δεν υπήρχαν διαφορές στην επίδραση της θεραπείας μεταξύ των ομάδων νεότερης και μεταγενέστερης έναρξης.
Συνολικά, τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η προγενέστερη διάγνωση ΔΤ2 συσχετίστηκε με μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών διαβήτη, ανεπαρκούς γλυκαιμικού ελέγχου και υπερβολικής θνησιμότητας. Σε οποιαδήποτε δεδομένη ηλικία, η 5ετής συχνότητα εμφάνισης όλων των συνολικών εκβάσεων, ήταν μεγαλύτερη σε άτομα νεότερης έναρξης από ό,τι στην ομάδα μεταγενέστερης έναρξης. Συνολικά, αυτά τα ευρήματα δικαιολογούν τη δημιουργία υπηρεσιών και παρεμβάσεων που εντοπίζουν και διαχειρίζονται αυτά τα άτομα.
Tags: άτομα με διαβήτη, διαβήτης, διαβήτης τύπου 2