Διαταραχές της όρεξης λόγω άγχους
03 Φεβρουαρίου 2020, 09:05
Το άγχος συνήθως προκαλεί αλλαγή στην όρεξη. Μερικοί άνθρωποι με άγχος ρέπουν στην υπερκατανάλωση ή στην ανθυγιεινή διατροφή. Άλλοι, ωστόσο, χάνουν την επιθυμία τους να φάνε όταν αισθάνονται άγχος και αγωνία.
Το άγχος είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιλαμβάνεται, σωστά ή λανθασμένα, ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Η έμφυτη απάντηση είναι η ενεργοποίηση μηχανισμών που μπορούν να τον καταστήσουν «ετοιμοπόλεμο» βάζοντας αναγκαστικά σε δεύτερη προτεραιότητα την λειτουργία των συστημάτων που δεν θεωρεί στη συγκεκριμένη φάση ζωτικής σημασίας. Ένας από τους μηχανισμούς που ενεργοποιείται είναι και ο ορμονικός. Για παράδειγμα, μία από τις ορμόνες που αυξάνονται είναι ο παράγοντας απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης (CRF) που επηρεάζει το πεπτικό σύστημα και μπορεί να οδηγήσει στην καταστολή της όρεξης.
Μια άλλη ορμόνη, η κορτιζόλη, αυξάνει την έκκριση γαστρικού οξέος για να επιταχύνει την πέψη των τροφών, ώστε το άτομο να βρεθεί πιο γρήγορα σε ετοιμότητα. Αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να έχουν επιδράσεις στο πεπτικό όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια, δυσπεψία ή ναυτία.
Υπερφαγία έναντι απώλειας όρεξης
Τα άτομα που έχουν επίμονο άγχος ή διαταραχή άγχους είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν μια παρατεταμένη απώλεια της όρεξης. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν άγχος λιγότερο συχνά μπορεί να αναζητήσουν διέξοδο στην υπερκατανάλωση. Στην πραγματικότητα, το ίδιο άτομο μπορεί να αντιδράσει διαφορετικά στο ήπιο άγχος και το υψηλό άγχος.
Οι άνδρες και οι γυναίκες μπορεί επίσης να αντιδρούν διαφορετικά στο άγχος όσον αφορά τις επιλογές τροφίμων και την κατανάλωσή τους. Μια μελέτη που διεξήχθη από τους Ans A H, Anjum I, Satija V, et al. και δημοσιεύτηκε με τίτλο "Neurohormonal Regulation of Appetite and its Relationship with Stress: A Mini Literature Review" στην επιθεώρηση Cureus, δείχνει ότι οι γυναίκες μπορούν να καταναλώνουν περισσότερες θερμίδες όταν είναι υπό την επήρεια stress . Η μελέτη συνδέει επίσης υψηλότερο άγχος με υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) στις γυναίκες, αλλά όχι στους άνδρες.