Διατροφικές διαταραχές και παχυσαρκία: Δύσκολη εξίσωση
06 Νοεμβρίου 2022, 08:00
Η παχυσαρκία είναι η ιατρική κατάσταση που παρατηρείται συχνότερα σε άτομα με διατροφικές διαταραχές. Συχνά συνυπάρχει με την υπερφαγία και με ορισμένες περιπτώσεις ψυχογενούς βουλιμίας. Η παχυσαρκία μπορεί να προηγείται της εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών, ενώ μερικές φορές αντιπροσωπεύει κάποιον παράγοντα κινδύνου για την εμφάνισή της ή μπορεί να είναι εν μέρει η συνέπεια επαναλαμβανόμενων επεισοδίων υπερφαγίας.
Οι διατροφικές διαταραχές και η παχυσαρκία, όταν συνυπάρχουν, τείνουν να αλληλεπιδρούν αρνητικά μεταξύ τους και να κάνουν τη θεραπεία πιο προβληματική. Ειδικότερα, οι διατροφικές διαταραχές και η παχυσαρκία αλληλεπιδρούν αρνητικά μεταξύ τους μέσω τριών κύριων μηχανισμών:
1. Τα επεισόδια υπερφαγίας προάγουν την αύξηση βάρους.
2. Το υπερβολικό βάρος αυξάνει τις ανησυχίες για το σωματότυπο και το βάρος του σώματος και ενθαρρύνει την υιοθέτηση μιας αυστηρής δίαιτας και άλλων ακραίων συμπεριφορών ελέγχου του βάρους, οι οποίες, με τη σειρά τους, αυξάνουν τον κίνδυνο επεισοδίων υπερφαγίας.
3. Το υπερβολικό βάρος συνδέεται συχνά με μειωμένα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων που μπορεί να πυροδοτήσουν επεισόδια υπερφαγίας.
Όταν η παχυσαρκία συνυπάρχει με τη διαταραχή υπερφαγίας, χαρακτηρίζεται από επιδείνωση των ιατρικών συννοσηροτήτων και σωματικής αναπηρίας. Τα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα άτομα με διαταραχή υπερφαγίας εμφανίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα στοιχεία του μεταβολικού συνδρόμου (δηλαδή δυσλιπιδαιμία, υπέρταση και διαβήτη τύπου 2) και καρδιομεταβολικό κίνδυνο από εκείνα που δεν έχουν ιστορικό διατροφικής διαταραχής.
Έχει υποτεθεί ότι σε άτομα με διαταραχή υπερφαγίας, οι αυξημένες ιατρικές συννοσηρότητες, ανεξάρτητες από το βάρος, είναι πιθανό να είναι αποτέλεσμα του ανθυγιεινού τρόπου ζωής τους, που χαρακτηρίζεται από κάπνισμα, χαμηλά επίπεδα άσκησης, κατάχρηση αλκοόλ και κακή διατροφή, με επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας που περιλαμβάνουν την κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη ή/και αλάτι, αλλά και την έλλειψη βιταμινών και μετάλλων.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί τα άτομα με διαταραχή υπερφαγίας και παχυσαρκία συχνά υποφέρουν τόσο από τις τυπικές επιπλοκές που σχετίζονται με την παχυσαρκία (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο και διαβήτη τύπου 2) όσο και από άλλα ιατρικά προβλήματα ανεξάρτητα από το βάρος, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, αλλά και από επιπλοκές που σχετίζονται με την κατάχρηση αλκοόλ και το κάπνισμα, όπως ο πόνος στον αυχένα, στους ώμους και στη μέση και ο χρόνιος μυϊκός πόνος.