Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Καρδιολογίας: Τι αλλάζει στη διαχείριση των καρδιαγγειακών
31 Αυγούστου 2022, 07:00
To ygeiawatch ζήτησε από το μέλος ΔΣ της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας και διευθύντρια ΕΣΥ στο ΓΝΑ Ιπποκράτειο, Χριστίνα Χρυσοχόου να μάς εξηγήσει τα πιο σημαντικά από τα νέα που ανακοινώθηκαν στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Καρδιολογίας που διεξήχθη υβριδικά στη Βαρκελώνη.
«Μπορούμε να προβλέψουμε τη θνητότητα των 30ημερών σε ασθενείς με ενδοκαρδίτιδα αριστερών κοιλοτήτων; Στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο στην Βαρκελώνη παρουσιάστηκε την πρώτη ημέρα έναρξης των εργασιών, ένα νέο προγνωστικό μοντέλο, το EURO-ENDO score για την πορεία ασθενών με ενδοκαρδίτιδα αριστερών κοιλοτήτων. Τα δεδομένα, βασίστηκαν στο πρόγραμμα ESC-EURObservational Research Program (EORP) με τη διάγνωση ενδοκαρδίτιδας, βασισμένη στα κριτήρια των Ευρωπαϊκών Οδηγιών του 2015. Από τους 2171 ασθενείς που μελετήθηκαν, οι 257 απεβίωσαν (11,8%) κατά τις πρώτες 30 ημέρες της διάγνωσης. Με τη χρήση της πολλαπλής ανάλυσης παλινδρόμησης, 11 παράμετροι αναγνωρίστηκαν ως σημαντικές συνιστώσες του μοντέλου: Η προηγηθείσα καρδιοχειρουργική επέμβαση, προηγηθέν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, τιμή κρεατινίνης>2 mg/dl, λοίμωξη από St aureus, εμβολικά επεισόδια στην εισαγωγή, καρδιακή ανεπάρκεια ή καρδιογενές shock, μέγεθος εκβλάστησης>14 mm, παρουσία αποστήματος, σοβαρή ανεπάρκιεα της προσβεβλημένης βαλβίδας, διπλή προσβολή βαλβίδων αριστερών κοιλοτήτων και μη χειρουργική αντιμετώπιση.
Η χειρουργική αντιμετώπιση, μείωνε την 30 ημερών θνητότητα από 44%, ενώ η κάθε μία από τις άλλες παραμέτρους, φαίνεται ότι προσδίδει αυξημένο σχετικό κίνδυνο από 1,44 για τα εμβολικά επεισόδια στην εισαγωγή έως 3πλάσιο για την εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας. Εάν οι ασθενείς δεν ακολουθούσαν χειρουργική αντιμετώπιση, ο σχετικός κίνδυνος ήταν πιο αυξημένος. Η διαστρωμάτωση κινδύνου, με βάση κλινικές παραμέτρους σε μια σημαντική πάθηση που είναι η ενδοκαρδίτιδα αριστερών κοιλοτήτων, μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη διάκριση των ασθενών εκείνων που χρήζουν στενής παρακολούθησης και πιο άμεσης επεμβατικής αντιμετώπισης, πέρα από τις γνωστές ενδείξεις».
Σε μια άλλη μεγάλη κατηγορία ασθενών, τα νέα είναι εξίσου σημαντικά. Μάς εξηγεί η καρδιολόγος:
«Μπορεί ένα συνδυαστικό χάπι (polypill) ,να βελτιώσει τη δευτερογενή πρόληψη; Η μελέτη SECURE, είναι η πρώτη τυχαιοποιημένη μελέτη για να ερευνήσει την επίδραση λήψης ενός συνδυαστικού δισκίου φαρμάκων (polypill) στη δευτερογενή πρόληψη σε ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου τους τελευταίους 6 μήνες. Η μελέτη, συμπεριέλαβε ασθενείς ηλικίας και άνω των 75 ετών με περσσότερους από έναν παράγοντές καρδιαγγειακού κινδύνου, ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή και στεφανιαίας επαναιμάτωσης, οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 σε λήψη του συνδυαστικού δισκίου που περιελάμβανε ατορβαστατίνη (20 ή 40 mg), ραμιπρίλη (2,5 ή 5 ή 10 mg) και ασπιρίνη 100 mg, έναντι της συνήθους χορηγούμενης θεραπείας.
Συνολικά, μελετήθηκαν 2499 ασθενείς εκ των οποίων μόνο 3% ήταν γυναίκες, 78% είχαν αρτηριακή υπέρταση, 57% σακχαρώδη διαβήτη και 51% ήταν πρώην καπνιστές. Στα 3 έτη της παρακολούθησης, καταγράφηκε 30% μείωση του ολικού καταληκτικού σημείου (καρδιαγγειακό θάνατος, μη θανατηφόρο έμφραγμα ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), μείωση του καρδιαγγειακού θανάτου κατά 33% στην ομάδα του συνδυαστικού δισκίου, αλλά δεν παρατηρήθηκε καμιά σημαντική διαφορά στην ολική θνητότητα μεταξύ των δύο ομάδων. Οι ερευνητές τονίζουν, ότι η συνδυαστική θεραπεία σε ένα δισκίο βελτιώνει τη συμμόρφωση και μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό όπλο για τη δευτερογενή πρόληψη σε πληθυσμιακό επίπεδο, ενώ προσφέρει ασφάλεια καθώς δεν υπήρχαν διαφορές στην αποτελεσματικότητα της αγωγής».
Όσο για τις δεκάδες χιλιάδες ασθενείς με υπέρταση, απαντήθηκε ένα πολύ συχνό ερώτημα. Μάς λέει η κυρία Χρυσοχόου:
«Πρωινή ή βραδινή χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής στους υπερτασικούς ασθενείς; Σε αυτό το χρόνιο ερώτημα, η μελέτη ΤΙΜΕ συμπεριέλαβε 21.104 ασθενείς μέσης ηλικίας 65 ετών (58% άνδρες και 98% λευκής φυλής) τους οποίους παρακολούθησαν για μέσο χρόνο 5,2 έτη. Οι ασθενείς είχαν τυχαιοποιηθεί να λαμβάνουν την αντιυπερτασική τους αγωγή πρωί ή βράδυ σε αναλογία 1:1. Δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική διαφορά στα καταληκτικά σημεία (νοσηλεία για μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή αγγειακό θάνατο) μεταξύ των δύο ομάδων (ποσοστά 3,4 και 3,7 % αντίστοιχα). Οι ερευνητές καταλήγουν ότι φαίνεται να μην υπάρχει κλινική σημασία στην ώρα λήψης της φαρμακευτικής αγωγής, άρα οι ασθενείς να λαμβάνουν την αγωγή την ώρα που είναι εφικτή για να τηρείται η συμμόρφωση».
Στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας, υπήρξαν επίσης κάποιες εξελίξεις που αφορούν γνωστές στους καρδιολόγους θεραπείες. Εξηγεί η κυρία Χρυσοχόου:
«Ο αναστολέας Neprilysin, δεν επηρεάζει τη γνωσιακή λειτουργία σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. O αναστολέας της neprilysin, sacubitril που σε συνδυασμό με την βαλσαρτάνη (Valsartan) χορηγείται στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας, έχει δυνητικά αναφερθεί ότι δύναται να αυξήσει την εναπόθεση αμυλοειδούς τυπου Β στον εγκέφαλο, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου Alzheimer. Στη διπλή τυφλή μελέτη PERPECTIVE σε πληθυσμό 592 ασθενών ηλικίας >60 ετών με καρδιακή ανεπάρκεια διατηρημένου κλάσματος εξώθησης (ΚΕ>40%), νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια τους τελευταίους 12 μήνες και NTproBNP>200pg/ml, δεν παρατηρήθηκε διαφορά στη γνωσιακή κατάσταση, όπως εκτιμήθηκε με την κλίμακα GCCS (CogState global cognition composite score) στα 3 έτη της παρακολούθησης. Επίσης η απεικόνιση με ΡΕΤ, έδειξε μικρότερη εναπόθεση αμυλοειδούς β στον εγκέφαλο στους ασθενείς που λάμβαναν sacubitril/valsartan σε σύγκριση με τους ασθενείς που λάμβαναν valsartan. H sacubitril/valsartan, ήταν καλά ανεκτή με λιγότερους θανάτους και ανεπιθύμητες ενέργειες σε σύγκριση με την valsartan. Η μελέτη αυτή, αναδεικνύει την ασφάλεια της χορήγησης sacubitril/valsartan σε ηλικιωμένους ασθενείς και στον τομέα της γνωσιακής λειτουργίας, ενώ υποδηλώνει την ύπαρξη πολλαπλών μεταβολικών δρόμων αποδόμησης του αμυλοειδούς β στον εγκέφαλο, πέρα από τη δυνητική δράση της neprilysin».
Όσο για τους αμετανόητους καπνιστές με πρόβλημα στην καρδιά, άλλη μία ερευνητική εργασία έρχεται να προσθέσει ένα λόγο για να διακόψουν τη βλαβερή συνήθεια… Όπως μάς ενημερώνει η καρδιολόγος, «υψηλά επίπεδα μονοξειδίου του άνθρακα, είναι ισχυρός δείκτης ενδοκαρδιακών συμβάντων στους καπνιστές.
Η μελέτη ADDICT-ICCU , μελέτησε 1379 ασθενείς που εισήχθησαν σε καρδιολογική μονάδα (ICCU) σε μη προγραμματισμένη βάση λόγω οξέος στεφανιαίου επεισοδίου ή καρδιακής ανεπάρκειας, στην επίδραση των επιπέδων CO στην ενδονοσοκομεικακή τους πορεία. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 64 έτη, 70% άνδρες, 33% μη καπνιστές και 27% ενεργή καπνιστές. Η μέση τιμη CO, δεν διέφερε μεταξύ μη καπνιστών και πρώην καπνιστών, αλλά συνδεόταν με εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών στους καπνιστές. Οι καπνιστές που είχαν επίπεδα CO<13ppm, είχαν παρόμοια συχνότητα καρδιαγγειακών επιπλοκών με τους μη-καπνιστές και τους πρώην καπνιστές. Οι συγγραφείς αναφέρουν, ότι περισσότερες μελέτες για το ρόλο της οξυγονοθεραπείας σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα CO θα έχουν σημαντικό ενδιαφέρον».
Επίσης, μία νέα μελέτη σε ασθενείς με οξεία απορρύθμιση καρδιακής ανεπάρκειας, η μελέτη ADVOR διερεύνησε την επίδραση στη φλεβική αποσυμφόρηση και κλινική πορεία των ασθενών με οξεία απορρύθμιση καρδιακής ανεπάρκειας, της προσθήκης στην ενδοφλέβια διουρητική αγωγή της ακεταζολαμίδης, του γνωστού αναστολέα της καρβονικής ανυδράσης. Στη διπλή τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη, οι 519 ενήλικες μέσης ηλικίας 78 ετών (63% άνδρες) έλαβαν ενδοφλέβια ακεταζολαμίδη 500 mg μια φορά την ημέρα για 3 την πρώτη ημέρα και τις 2 επόμενες ημέρες ή έως να επιτευχθεί ικανοποιητική φλεβική αποσυμφόρηση μαζί με διουρητική αγωγή τη αγκύλης. Το πρωτογενές καταληκτικό σημείο της επιτυχούς αποσυμφόρησης, επιτεύχθηκε στην ομάδα ασθενών λήψης της ακεταζολαμίδης.
Μεταξύ των 473 ασθενών που ήταν ζώντες στο εξιτήριο, επιτυχή φλεβική αποσυμφόρηση επιτεύχθηκε στο 79% που είχαν λάβει ακεταζολαμίδη και στο 62% των ασθενών που είχαν λάβει τη συνήθη διουρητική θεραπεία με προσθήκη του εικονικού φαρμάκου. Η προσθήκη ακεταζολαμίδης επίσης συνδυάστηκε με βράχυνση ημερών νοσηλείας (8,8 ημέρες έναντι 9,9 ημερών) αλλά δεν παρατηρήθηκε διαφορά στο συνδυαστικό σημείο της ολικής θνητότητας και επανανοσηλειών για καρδιακή ανεπάρκεια μέσα στους επόμενους 3 μήνες. Δεν παρατηρήθηκαν, επίσης, παρενέργειες από τη χρήση του φαρμάκου».
Στο EchoNet-RCT trial, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, αναφέρει η κυρία Χρυσοχόου:
"Η εκτίμηση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας, με τη διαθωρακική υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη επιδέχεται τους περιορισμούς της υψηλής μεταβλητότητας της παρατήρησης ακόμα και από τον ίδιο μελετητή. Στην προοπτική διπλή τυφλή μελέτη EchoNet RCT, η υπερηχοκαρδιογραφική εξέταση ενηλίκων εκτιμήθηκε για την αποτίμηση του κλάσματος εξώθησης , από υπερηχοκαρδιογραφιστή και από πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, σε τυχαία αναλογία 1:1.
Στη συνέχεια οι καρδιολόγοι εκτιμούσαν την υπερηχοκαρδιογραφική εικόνα, χωρίς να έχουν γνώση των προηγούμενων μετρήσεων και απέδιδαν την τελική εκτίμηση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας. Το πρωτογενές καταληκτικό σημείο, ήταν η συχνότητα μιας μεγαλύτερης του 5% διαφοράς μεταξύ της αρχικής εκτίμησης του κλάσματος εξώθησης (από υπερηχοκαρδογραφιστή ή το πρόγραμμα της τεχνητής νοημοσύνης) και της τελικής εκτίμησης από τον καρδιολόγο. Η μελέτη, είχε πρωτογενές σχεδιασμό τη μη-κατωτερότητα και δευτερογενές την υπεροχή. Μελετήθηκαν 2495 υπερηχοκαρδιογραφικές εξετάσεις και παρατηρήθηκε μικρότερη απόκλιση αποτελέσματος μεταξύ της αρχικής εκτίμησης από το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης και την τελική εκτίμηση από τον καρδιολόγο (6,29%) σε σύγκριση με τη διαφορά μεταξύ υπερηχοκαρδιογραφιστή και καρδιολόγου (7,23%).
Η μελέτη αυτή, αναδεικνύει την προσέγγιση της υπερηχοκαρδιογραφικής εκτίμησης από πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης με την εκτίμηση του εξειδικευμένου καρδιολόγου, σε σχέση με την εκτίμηση που δίνεται από τον τεχνικό υπερηχοκαρδιογραφιστή στις χώρες όπου ο υπερηχος δεν εκτελείται από ειδικευμένο καρδιολόγο".
Ο ρόλος της αγγειοπλαστικής σε ασθενείς με σοβαρά επηρεασμένη τη συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας, είναι ένα άλλο θέμα το οποίο αναφέρθηκε στο πανευρωπαϊκό συνέδριο με τη μελέτη REVIVED-BCIS2 που εξέτασε την επίτευξη και ασφάλεια της διαδερμικής αγγειοπλαστικής σε ισχαιμική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας. Εξηγεί η κυρία Χρυσοχόου:
"Συμπεριέλαβε ασθενείς με εκτεταμένη στεφανιαία νόσο, κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας <35% με βιωσιμότητα σε τουλάχιστον 4 μυοκαρδιακά τμήματα που θα μπορούσαν να επαναιματωθούν με αγγειοπλαστική. Δεν συμπεριέλαβε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου (τελευταίου μήνα) , απορρύθμιση καρδιακής ανεπάρκειας και εμμένουσα κοιλιακή αρρυθμία των τελευταίων 72 ωρών. Οι 700 ασθενείς που επιλέχθηκαν, τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 στη διενέργεια στεφανιαίας αγγειοπλαστικής μαζί με τη φαρμακευτική θεραπεία ή σε φαρμακευτική θεραπεία μόνο. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 70 έτη (88% άνδρες) με μέσο κλάσμα εξώθησης 28%.
Στη μέση παρακολούθηση των 3,4 ετών, το πρωτογενές καταληκτικό σημείο της ολικής θνητότητας ή νοσηλείας για καρδιακή ανεπάρκεια, παρατηρήθηκε σε 37,2% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική και σε 38% των ασθενών της φαρμακευτικής θεραπείας μόνο. Επίσης, δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική διαφορά μεταξύ των δυο ομάδων στη μεταβολή του κλάσματος εξώθησης στους 6 και 12 μήνες. Η διενέργεια αγγειοπλαστικής, φάνηκε να έχει επίδραση στην βελτίωση της ποιότητας ζωής στους 6 και 12 μήνες αλλά μετά τους 24 μήνες δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ των δυο ομάδων . Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η μελέτη συμπεριέλαβε σταθερούς ασθενείς και όχι ασθενείς με στηθάγχη ή πρόσφατο οξύ στεφανιαίο σύνδρομο , όπου η διενέργεια στεφανιαίας αγγειοπλαστικής αποτελεί επιλογή".
Η θέση της αλλοπουρινόλης στους ασθενείς με χρόνια ισχαιμική καρδιακή νόσο, ήταν αντικείμενο μίας ακόμα εργασίας που μάς αναλύει η γιατρός:
"Η μελέτη ALL HEART συμπεριέλαβε 5721 ασθενείς μέσης ηλικίας 72 έτη (76% άνδρες) με ισχαιμική καρδιακή νόσο, χωρίς όμως ιστορικό ουρικής αρθρίτιδας, οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 στη λήψη αλλοπουρινόλης έως 600 mg ημερησίως με τη συνήθη θεραπεία τους και στη συνήθη θεραπεία μόνο. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για 4,8 έτη. Δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά στη συχνότητα εμφάνισης του πρωτογενούς καταληκτικού σημείου ( μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου/αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) μεταξύ των δύο ομάδων (11% και 11.3%), καθώς και στα δευτερογενή καταληκτικά σημεία ( μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, μη θανατηφόρο εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιαγγειακός θάνατος, ολική θνητότητα, νοσηλεία για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, επαναιμάτωση, νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια, νοσηλεία για καρδιαγγειακή νόσο). Όσον αφορά την ολική θνητότητα, αυτή εμφανίστηκε λίγο αυξημένη στην ομάδα της συνήθους αγωγής χωρίς λήψη αλλοπουρινόλης, αλλά η διαφορά με την ομάδα που έλαβε αλλοπουρινόλη δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Η χορήγηση αλλοπουρινόλης σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο χωρίς ένδειξη υπερουρικαιμίας, δεν φαίνεται να προσδίδει περαιτέρω όφελος, όπως ανέδειξε η συγκεκριμένη μελέτη".
Εξάλλου, απαντήθηκε το ερώτημα "ποιος ο ρόλος εφαρμογής προγράμματος συχνής απεικόνισης και επέμβασης στη μείωση καρδιαγγειακής θνητότητας σε άνδρες". Εξηγεί η γιατρός:
"Η πληθυσμιακή αυτή μελέτη, εντόπισε άνδρες ηλικίας 65 -74 ετών από 15 περιοχές της Δανίας, οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:2 σε καρδιαγγειακό έλεγχο/επέμβαση (16736 άτομα) και μη έλεγχο/επέμβαση (29790 άτομα). Ο καρδιαγγειακός έλεγχος, περιελάμβανε αξονική τομογραφία καρδιάς για μέτρηση ασβεστίου στις στεφανιαίες αρτηρίες, απεικόνιση αορτικών ανευρυσμάτων, καταγραφή καρδιακού ρυθμού για κολπική μαρμαρυγή, μέτρηση HbA1c και χοληστερίνης, μέτρηση αρτηριακής πίεσης άνω και κάτω άκρων.
Σε περίπτωση παθολογικών ευρημάτων, χορηγείτο φαρμακευτική αγωγή ή και χειρουργική θεραπεία. Στη μέση παρακολούθηση των 5,6 ετών, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη μείωση της θνητότητας μεταξύ των δύο ομάδων , ενώ ο αριθμός των ατόμων που χρειαζόταν να απεικονιστούν για να αποφευχθεί ένας θάνατος (ΝΝΤ) ήταν 155. Σε ομάδα ατόμων της ηλικίας των 65-69 ετών, ο έλεγχος/παρέμβαση ανέδειξε 11% μείωση της θνητότητας και 7% μείωση της εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου, ενώ δεν παρατηρήθηκε κάποιο όφελος σε ηλικίες άνω των 70 ετών. Επίσης, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στα καταληκτικά σημεία της εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, αγγειακού επεισοδίου (διαχωρισμού αορτής, αγγειακής νόσου). Υπήρξαν περισσότερες συνταγογραφήσεις υπολιπιδαιμικής και αντιυπερτασικής αγωγής στην ομάδα παρέμβασης, χωρίς όμως συνολικά και στις δυο ομάδες να υπάρχει σημαντική διαφορά στη λήψη αγωγής μέχρι το τέλος του χρονικού διαστήματος παρακολούθησης.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι, η απεικόνιση/έλεγχος/παρέμβαση σε πληθυσμιακό επίπεδο μπορεί να έχει θέση για τη μείωση του καρδιαγγειακού θανάτου σε άτομα μικρότερης ηλικίας των 70 ετών".
Τέλος, η μελέτη Deliver για τη χορήγηση SGLT2i σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια διατηρημένου και ήπια επηρεασμένου κλάσματος εξώθησης, είχε τα παρακάτω αποτελέσματα σύμφωνα με τη κυρία Χρυσοχόου:
"Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια διατηρημένου ή ήπια επηρεασμένου κλάσματος εξώθησης, παρότι αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο πληθυσμό ασθενών καρδιακής ανεπάρκειας, δεν έχουν φανεί να ωφελούνται ιδιαίτερα από τις υπάρχουσες θεραπείες. Η μελέτη DELIVER, αποτελεί μια διπλή τυφλή διεθνή μελέτη που συμπεριέλαβε πληθυσμό 6263 ασθενών ηλικίας >40 των με συμπωματική καρδιακή ανεπάρκεια με κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας >40% που είτε ήταν εξωτερικοί ασθενείς, είτε είχαν πρόσφατη νοσηλεία , είτε είχαν βελτιώσει το κλάσμα εξώθησης τους από <40%. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στην προσθήκη dapagliflozin 10mg ή εικονικού φαρμάκου στη συνήθη φαρμακευτική αγωγή τους. Το καταληκτικό σημείο, ήταν ο συνδυασμός καρδιαγγειακού θανάτου ή επιδείνωσης καρδιακής ανεπάρκειας (νοσηλεία ή επείγουσα επίσκεψη ). Η μέση ηλικία, ήταν τα 72 έτη με 44% του πληθυσμού να είναι γυναίκες.
Η μέση τιμή του κλάσματος εξώθησης ήταν 54% ενώ 18% των ασθενών είχαν βελτιώσει το κλάσμα του από τιμή <40%. Η φαρμακευτική τους αγωγή περιελάβανε αναστολέα μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ή ARNI σε ποσοστό 77%, β αποκλειστή σε ποσοστό 83% και αναστολέα των αλατοκορτικοειδών σε ποσοστό 43%. Κατά τη μέση κλινική παρακολούθηση των 2,3 ετών, η εμφάνιση καρδιακού θανάτου ή επιδείνωσης καρδιακής ανεπάρκειας ήταν μειωμένη στην ομάδα της dapagliflozin (16,4%) σε σχέση με την ομάδα της εικονικής θεραπείας (19,5%). Η λήψη της dapagliflozin, επίσης μείωσε τις επιμέρους συνιστώσες του πρωτογενούς καταληκτικού σημείου, δηλαδή την επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας κατά 21% αλλά με οριακά μη στατιστικά σημαντικά μείωση του καρδιαγγειακού θανάτου. Στα δευτερογενή καταληκτικά σημεία, παρατηρήθηκε μείωση στην καρδιαγγειακή θνητότητα και στις ολικές νοσηλείες κατά 23% καθώς και μείωση των συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας, όπως αυτά καταγράφηκαν με τη χρήση του ερωτηματολογίου Kansas City Cardiomyopathy. Ο ερευνητές τόνισαν, ότι η μείωση του πρωτογενούς καταληκτικού σημείου επιτεύχθηκε κατά 18% με τη χρήση της dapagliflozin και σε όλο το εύρος του διατηρημένου κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας ακόμα και σε τιμές άνω του 60%.
Σε μια συνδυαστική ανάλυση των δυο μελετών DELIVER και DAPAHF σε πληθυσμό 1007 ασθενών με μέση παρακολούθηση 1,8 έτη, παρατηρήθηκε ότι η dapagliflozin μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου κατά 14%, της ολικής θνητότητας κατά 10%, τις νοσηλείες κατά 30% και τα συνολικά καρδιαγγειακά συμβάντα κατά 10%, σε όλο το εύρος του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας
Ενώ σε μια προσπάθεια αποτίμησης της συνολικής δράσης της κατηγορίας των SGLT2i ,παρουσιάστηκε μια μετανάλυση των δύο μελετών DELIVER και EMPEROR PRESERVED. Στον πληθυσμό των 12251 ασθενών, η χρήση των SGLT2i φαίνεται ότι μειώνει το πρωτογενές καταληκτικό σημείο του καρδιαγγειακού θανάτου ή της πρώτης νοσηλείας κατά 20% , μειώνονται οι ολικές νοσηλείες για καρδιακή ανεπάρκεια κατά 27%, οι επείγουσες επισκέψεις κατά 35% ,οι συνολικές νοσηλείες κατά 7% αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική επίδραση στην ολική θνητότητα.
Οι ερευνητές καταλήγουν, ότι η συγκεκριμένη μετανάλυση αναδεικνύει τη σημαντική θεραπευτική δράση της κατηγορίας αυτής των φαρμάκων και υποστηρίζει τη θέση τους ως μια από τις βασικές θεραπείες για τους ασθενείς με διατηρημένο ή ήπια επηρεασμένο κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας".