Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη: Το μήνυμα του ΠΟΥ κάνει λόγο για πρόσβαση στη θεραπεία
14 Νοεμβρίου 2021, 08:00
Υπολογίζεται ότι στον κόσμο ζουν με σακχαρώδη διαβήτη από 420 ως 500 εκατομμύρια άνθρωποι. Κάποιοι εξ αυτών το γνωρίζουν και λαμβάνουν θεραπεία και κάποιοι άλλοι το αγνοούν επειδή η νόσος είναι "σιωπηλή" μέχρι να προχωρήσει σημαντικά και να δημιουργήσει προβλήματα σε διάφορα όργανα, όπως είναι τα μάτια, το δέρμα και η καρδιά. Μόνη λύση είναι η έγκαιρη διάγνωση με τακτικές προληπτικές εξετάσεις.
Ολοένα και περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι ορμόνες στη ρύθμιση του διαβήτη, αλλά και στην έκβαση των ασθενών. Τα νεότερα δεδομένα καταδεικνύουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία ευρεία μεταβολική κατάσταση που εμπλέκει πολλά όργανα και μηχανισμούς και χρειάζεται εξατομικευμένη αντιμετώπιση, με βάση την ύπαρξη επιπλοκών και συννοσηροτήτων.
Ο ένας στους τρεις ασθενείς δεν γνωρίζει ότι νοσεί ενώ εκτός από τις γνωστές μορφές διαβήτη (τύπου 1, τύπου 2 και διαβήτης κύησης) υπάρχουν και σπάνιες μορφές διαβήτη που σχετίζονται:
-Με γενετικές διαταραχές οι οποίες αφορούν τη λειτουργικότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος και τη δράση της ινσουλίνης.
-Νοσήματα του παγκρέατος.
-Ενδοκρινοπάθειες.
-Έκθεση σε φάρμακα.
-Ιογενείς λοιμώξεις.
Στις τελευταίες συμπεριλαμβάνεται η COVID-19, καθώς έχει βρεθεί ότι μπορεί να απορρυθμίσει το μεταβολισμό της γλυκόζης, οδηγώντας πιθανώς και στην εμφάνιση νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη.
Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα σε όλες τις μορφές διαβήτη αποτελεί η ανάγκη για καλή ρύθμιση των επιπέδωντης γλυκόζης του αίματος. Οι στόχοι της γλυκαιμικής ρύθμισης πρέπει να εξατομικεύονται λαμβάνοντας υπόψη τις προτιμήσεις των ασθενών, τους πόρους και το σύστημα στήριξής τους, τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας (όπως η υπογλυκαιμία ή αύξηση βάρους), η διάρκεια της νόσου, η ύπαρξη συννοσηροτήτων ή εγκατεστημένων επιπλοκών και το προσδόκιμο επιβίωσης.
Πιο αυστηροί στόχοι ενδείκνυνται όταν μπορούν να επιτευχθούν με ασφάλεια (δηλαδή χωρίς υπογλυκαιμίες), με αποδεκτή επιβάρυνση θεραπείας για τον ασθενή και με την προϋπόθεση ότι το προσδόκιμο επιβίωσης επιτρέπει οφέλη από τους αυστηρούς στόχους. Επειδή ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος η οποία εξελίσσεται κατά τη διάρκεια δεκαετιών, οι στόχοι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται ώστε να υπάρχει εξισορρόπηση των δυνητικών κινδύνων με τα προσδοκώμενα οφέλη.
Τη γλυκαιμική ρύθμιση μπορεί να επηρεάσουν πολλοί παράγοντες. Άλλοι από αυτούς εξαρτώνται από τον ασθενή (π.χ. συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή, διατροφή, συστηματική φυσική δραστηριότητα) και άλλοι όχι. Μεταξύ των τελευταίων, καθοριστικός είναι ο ρόλος των ενδογενών ορμονών, τα επίπεδα των οποίων παρουσιάζουν διακύμανση αναλόγως με το στάδιο της ζωής αλλά και με το φύλο.
Στην εφηβεία π.χ. μειώνεται η αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης κατά 30%-50% λόγω των ορμονικών διακυμάνσεων που συμβαίνουν στον οργανισμό. Η συνέπεια είναι αλλεπάλληλα, συχνά ανεξήγητη επεισόδια υπεργλυκαιμίας ή υπογλυκαιμίας που απαιτούν συνεχή προσαρμογή των δόσεων στα αγόρια και κορίτσια με τύπου 1 διαβήτη. Επιπρόσθετα, πολλές γυναίκες με διαβήτη παρουσιάζουν διαταραχές του κύκλου και προβλήματα γονιμότητας. Άλλες βιώνουν νωρίτερα την εμμηνόπαυση, ενώ μετά από αυτήν πολλές γυναίκες με διαβήτη έχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος των οστών, ακόμα κι αν έχουν φυσιολογική οστική πυκνότητα.
Το σακχαρώδη διαβήτη μπορεί επίσης να απορρυθμίσουν ενδοκρινικές παθήσεις (π.χ. σύνδρομο Cushing), ορισμένα φάρμακα, μια υποβόσκουσα κακοήθης νόσος (π.χ. καρκίνος του ήπατος, του παχέος εντέρου, του μαστού κ.λπ.), ακόμα και οξέα προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένης της COVID-19.
Η επίδραση των οξέων προβλημάτων υγείας μπορεί να είναι καταστροφική για τα άτομα με φτωχό γλυκαιμικό έλεγχο πριν νοσήσουν, όπως αποδεικνύει και η πανδημία. Έχει δειχθεί ότι ο κίνδυνος για σοβαρή COVID-19 είναι υψηλότερος στα αρρύθμιστα διαβητικά άτομα. Όταν, όμως, ο γλυκαιμικός έλεγχος βελτιώνεται, μειώνεται και ο κίνδυνος για εμφάνιση σοβαρής νόσου.
Οι πιθανές θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη είναι πολλές και διαφορετικές. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον τύπου 2, οι νεότερες οδηγίες διεθνών επιστημονικών εταιρειών συνιστούν επιλογή της θεραπείας με βάση και την ύπαρξη επιπλοκών, με ιδιαίτερη έμφαση:
-Στη νεφροπάθεια.
-Την καρδιακή ανεπάρκεια.
-Την ύπαρξη εγκατεστημένης αθηροσκλήρυνσης.
-Την παρουσία παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας βοηθά σημαντικά τόσο στον έλεγχο όσο και στην ρύθμιση των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη. Η παραδοσιακή μέθοδος ελέγχου του σακχάρου με το τρύπημα των δαχτύλων, για παράδειγμα, αντικαθίσταται από την αναίμακτη, εύκολη μέτρηση και καταγραφή του σακχάρου μέσω «αισθητήρων» γλυκόζης.
Ωστόσο, μόνο η ρύθμιση της γλυκόζης αίματος δεν εξασφαλίζει καλή έκβαση στους ασθενείς. Ο σακχαρώδης διαβήτης συνυπάρχει συχνά με άλλα νοσήματα (συννοσηρότητες), τα οποία επηρεάζονται από αυτόν αλλά και τον επηρεάζουν. Έτσι, επιταχύνουν την εμφάνιση των διαβητικών επιπλοκών και συμβάλλουν καθοριστικά στην κακή τους εξέλιξη. Οι πλέον σημαντικές από αυτές είναι οι διαταραχές των λιπιδίων και η αρτηριακή υπέρταση, που χρειάζονται καλή ρύθμιση στους διαβητικούς ασθενείς. Ειδικά για την υπέρταση, όμως, αυτό δεν είναι εύκολο, λόγω των ορμονικών διαταραχών που συνοδεύουν τον ΣΔ.
Σε κάθε περίπτωση, οι πολλαπλές μεταβολικές και ορμονικές διαταραχές που συνυπάρχουν στους ασθενείς με ΣΔ οφείλουν να ανιχνεύονται και να αντιμετωπίζονται από ιατρούς με την κατάλληλη εκπαίδευση. Αυτό γίνεται σε ποικίλες δομές του συστήματος υγείας, στις οποίες πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι ασθενείς.