Το παρατεταμένο άγχος σε νεαρή ηλικία έχει επιπτώσεις κι αργότερα
11 Ιουλίου 2024, 16:00
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, ανακάλυψαν σχέση ανάμεσα στη φλεγμονή σε εγκεφαλικά κύτταρα σε νεαρή ενήλικη ζωή και τη γνωστική έκπτωση στη μέση ηλικία. Οι ειδικοί συγκρίνουν τον εγκέφαλο με τον κινητήρα αυτοκινήτου και εξηγούν ότι όπως ο δεύτερος απαιτεί τακτική συντήρηση από την αρχή για να εξασφαλίσει μακρά ζωή και άριστη απόδοση με την πάροδο του χρόνου, έτσι και ο εγκέφαλος έχει ανάγκη από φροντίδα από νεαρή ηλικία. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Neurology και αποδεικνύει ότι δεν είναι ασφαλές να ταλαιπωρούμε υπερβολικά τον εγκέφαλο στα νεανικά μας χρόνια.
Η Amber Bahorik, καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς του UCSF και του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του Weill, ανέφερε ότι «μακροχρόνιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αλλαγές στον εγκέφαλο που οδηγούν στη νόσο Αλτσχάιμερ, μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για να αναπτυχθούν».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μελέτη CARDIA, ένα πρόγραμμα που σκοπό έχει τον εντοπισμό παραγόντων στην νεαρή ενήλικη ζωή που οδηγούν σε καρδιαγγειακές παθήσεις τα επόμενα χρόνια. Οι συμμετέχοντες ήταν 2.364 ενήλικες, 18 έως 30 ετών. Η διάρκειά της, ήταν 18 έτη παρακολούθησης της φλεγμονής, ακολουθούμενα από άλλα 5 χρόνια, στα οποία πραγματοποιήθηκε γνωστικός έλεγχος. Ως δείκτης φλεγμονής, μελετήθηκε η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), η οποία μετρήθηκε 4 φορές σε 18 χρόνια. Σε τελικό στάδιο, διεξήχθησαν οι γνωστικές δοκιμασίες των ατόμων που είχαν συμπληρώσει το 40στό και 50στό έτος της ηλικίας τους.
Όπως φάνηκε, μόνο το 10% των ατόμων με χαμηλά επίπεδα άγχους, σημείωσαν μη ικανοποιητικές επιδόσεις στα γνωστικά τεστ, σε σύγκριση με το 20% των ατόμων με μέτρια ή υψηλότερα επίπεδα άγχους. Παράγοντες, όπως η ηλικία, η σωματική δραστηριότητα δεν φάνηκε να επηρεάζουν ενώ τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα στρες, παρουσίασαν ελλείμματα σε κρίσιμους τομείς όπως η μνήμη εργασίας, η επίλυση προβλημάτων και ο έλεγχος των παρορμήσεων τους.
Μάλιστα, το 45% των συμμετεχόντων, είχε χαμηλότερα σταθερά επίπεδα άγχους, ενώ το 16% είχε μέτρια ή αυξανόμενα επίπεδα και το 39% είχε τα υψηλότερα επίπεδα άγχους. Τα υψηλότερα επίπεδα στρες, ταυτίστηκαν με τη σωματική αδράνεια, τον υψηλότερο ΔΜΣ (παχυσαρκία) και το κάπνισμα.