Τα γλυκαντικά δεν αυξάνουν τα επίπεδα της όρεξης σαν τη ζάχαρη
12 Απριλίου 2024, 10:00
Η αντικατάσταση της ζάχαρης με γλυκαντικά, δεν προκαλεί αύξηση της όρεξης, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Το εύρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με αυτά προηγούμενων ερευνών. Οι ερευνητές παρακολούθησαν υγιείς ενήλικες για την πιο πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε από την κοινοπραξία 29 ευρωπαίων συνεργατών έρευνας, καταναλωτών και βιομηχανίας SWEET. Η κοινοπραξία SWEET είναι αφιερωμένη στην έρευνα και την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που σχετίζονται με τη μετάβαση σε γλυκαντικά στους τομείς της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, της παχυσαρκίας και της βιωσιμότητας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο eBioMedcine.
Οι ερευνητές εξέτασαν πώς άλλαξε η όρεξη των συμμετεχόντων μετά την κατανάλωση τροφών με ζάχαρη, έναντι αυτών που περιείχαν γλυκαντικά αντί για ζάχαρη.
Οι 53 υγιείς ενήλικες που συμμετείχαν, είχαν δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) 25–35. Ένα άτομο με ΔΜΣ πάνω από 25, θεωρείται ότι είναι υπέρβαρο, αν είναι πάνω από 30 θεωρείται ότι έχει παχυσαρκία. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας 18-60 ετών και τους ανατέθηκε τυχαία να φάνε 1 από τα 3 είδη μπισκότων.
Η 1η ομάδα κατανάλωνε 1 μερίδα μπισκότων που περιείχαν σακχαρόζη (ζάχαρη), ενώ οι άλλες 2 ομάδες κατανάλωναν μπισκότα με γλυκαντικά (στέβια ή νεοτάμη) κάθε μέρα για 2 εβδομάδες. Ακολούθησε μια περίοδος 2 εβδομάδων, κατά την οποία οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στην κανονική τους δίαιτα.
Σημειώνεται ότι η στέβια είναι ένα φυσικό υποκατάστατο ζάχαρης που παράγεται από φυτό στέβια, ενώ η νεοτάμη είναι ένα τεχνητό γλυκαντικό που πωλείται με την εμπορική ονομασία Newtame, που είναι 13.000 φορές πιο γλυκό από την επιτραπέζια ζάχαρη.
Στη συνέχεια, οι ενήλικες συμμετείχαν σε μια άλλη ομάδα, που κατανάλωνε διαφορετικού είδους μπισκότα, και ο κύκλος επαναλήφθηκε για συνολικά 3 γύρους. Αυτό εξασφάλισε ότι κάθε συμμετέχων δοκίμασε και τους 3 τύπους μπισκότων αλλά με διαφορετική σειρά.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν διαφορά στα επίπεδα όρεξης μεταξύ αυτών που κατανάλωναν ζάχαρη και εκείνων που κατανάλωναν τα άλλα γλυκαντικά. Επιπλέον, δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ορμονών που σχετίζονται με τον κορεσμό, όπως η γκρελίνη, το GLP-1 ή το παγκρεατικό πολυπεπτίδιο (PP). Αυτά μετρήθηκαν αμέσως μετά το φαγητό και σε διάφορα διαστήματα στη συνέχεια, την ημέρα 1 και 14 κάθε περιόδου κατανάλωσης μπισκότων.
Παρατήρησαν επίσης την επίδραση της ζάχαρης έναντι των γλυκαντικών στα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα μετά το φαγητό. Συνολικά, οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν γλυκαντικά, είχαν χαμηλότερη απόκριση στην ινσουλίνη από εκείνους που κατανάλωναν ζάχαρη.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα του σακχάρου στο αίμα, διέφεραν ανάλογα με τον τύπο του γλυκαντικού. Ενώ τόσο η στέβια όσο και η νεοτάμη παρουσίασαν μειωμένη απόκριση σακχάρου στο αίμα σε σύγκριση με τη ζάχαρη, μόνο η στέβια παρουσίασε σημαντική διαφορά.
Αυτό υποδηλώνει ότι η κατανάλωση τροφών με γλυκαντικά αντί για ζάχαρη, μπορεί να είναι ένα εργαλείο που βοηθά στη μείωση του σακχάρου στο αίμα και των επιπέδων ινσουλίνης. Ωστόσο, απαιτείται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα και ο αντίκτυπος των γλυκαντικών στη μακροπρόθεσμη υγεία.