Γενετικές διαφορές επηρεάζουν την ικανότητα απορρόφησης θρεπτικών συστατικών
21 Απριλίου 2022, 16:00
Οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λίπη είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Ωστόσο, η διατροφική διακύμανση μεταξύ ειδών, πληθυσμών και ατόμων μπορεί να ποικίλλει δραματικά.
Ειδικότερα, μελετητές από την Αυστραλία, τη Δανία και τη Φινλανδία ερεύνησαν το πώς άτομα του ίδιου πληθυσμού διαφέρουν ως προς την ικανότητά τους να επιβιώνουν με διάφορες διατροφικές προσλήψεις. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα γενετικό πάνελ αναφοράς που αποτελείται από περίπου 200 συγγενικά στελέχη φρουτόμυγας (Drosophila melanogaster).
Οι μύγες τράφηκαν με έξι διαφορετικά διατροφικά μοτίβα που περιείχαν υψηλές συγκεντρώσεις σε πρωτεΐνη, ζάχαρη, άμυλο, λάδι καρύδας ή λαρδί, ή συνδυασμό ζάχαρης με λαρδί, με τους μελετητές να διαπιστώνουν ότι μικρές γενετικές διαφορές επηρέασαν την ικανότητα των μυγών να αξιοποιούν την ενέργεια διαφόρων θρεπτικών συστατικών.
"Απροσδόκητα διαπιστώσαμε ότι τα στελέχη της φρουτόμυγας διέφεραν σημαντικά, για παράδειγμα, στην ικανότητά τους να επιβιώνουν ακολουθώντας δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη είναι το γεγονός ότι τα τρόφιμα που καταναλώνουν οι μύγες στη φύση περιέχουν πολλά σάκχαρα", αναφέρει η Essi Havula, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Σε γενετικές αναλύσεις, οι ερευνητές εντόπισαν μια σειρά από γονίδια που συνέβαλαν στην ικανότητα των μυγών να ανέχονται τη ζάχαρη. Τα περισσότερα από αυτά τα γονίδια βρίσκονται επίσης σε ανθρώπους και έχει αποδειχθεί σε προηγούμενες μελέτες ότι διαδραματίζουν ρόλο στην παχυσαρκία και το διαβήτη τύπου 2.
Επιπλέον, οι ερευνητές απέδειξαν ότι το μονοπάτι JNK, ένα από τα πιο σημαντικά σηματοδοτικά μονοπάτια στρες, ρύθμιζε τον μεταβολισμό του σακχάρου και τη σύνθεση αποθήκευσης λίπους στην περίπτωση δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη στη μελέτη.
«Φαίνεται ότι η ζάχαρη προκαλεί στρες στα κύτταρα, προσδίδοντας στο μονοπάτι JNK σημαντικό ρόλο στο πόσο αποτελεσματικά ανέχονται και επεξεργάζονται τη ζάχαρη οι μύγες», επισημαίνει η Havula.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα περισσότερα από τα ευρήματα μπορούν να εφαρμοστούν και σε ανθρώπους, παρόλο που απαιτείται περαιτέρω έρευνα. Η Havula υπογραμμίζει ότι η μελέτη παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία για το πώς οι ίδιες διατροφικές συστάσεις δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα σε όλους και στον ίδιο βαθμό.
"Η γνώση που βασίζεται στην έρευνα δείχνει όλο και περισσότερο το πώς οι μεταβολικές αποκρίσεις στις δίαιτες διαφέρουν μεταξύ πληθυσμών ζώων και ανθρώπων. Οι παραδοσιακές διατροφικές συστάσεις δεν είναι απαραίτητα κατάλληλες για όλους, γεγονός που εξηγεί τη συνεχιζόμενη έλλειψη συναίνεσης για μια "υγιεινή διατροφή".