Όχι σε νέες διαγνωστικές εξετάσεις για σκοπούς ασφάλισης
29 Απριλίου 2025, 18:45

Παρά το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι δυνατό να ζητούν και να ενημερώνονται αναφορικά με διαγνωστικές εξετάσεις που προϋπάρχουν, δεν δικαιοδοτούνται να αιτούνται την περαιτέρω διενέργεια πρόσθετων προγνωστικών εξετάσεων καθώς μια τέτοια ενέργεια προσβάλλει το δικαίωμα του προσώπου στην άγνοια, αναφέρει η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής Κύπρου (ΕΕΒΚ) σε γνώμη για τις προγνωστικές ιατρικές πληροφορίες που σχετίζονται με την ανάγκη για σύναψη ιδιωτικών ασφαλιστικών συμβολαίων ζωής και υγείας, καθώς τον τρόπο που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της υγείας και της ασφάλισης οι υπό αναφορά πληροφορίες.
Συγκεκριμένα στη γνώμη που εξέδωσε στις 22 Οκτωβρίου 2024 και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής στις 25 Απριλίου 2025, η Επιτροπή αναφέρεται σε ενδεχόμενη δημιουργία διακρίσεων και αδικίας με υψηλότερα ασφάλιστρα ή και άρνηση ασφάλισης, αφού πρόσωπα καθ' όλα υγιή τη στιγμή της διαδικασίας σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου, κατατάσσονται σε διαφορετική κατηγορία ασφαλιζόμενων από εκείνη των υγιών, γιατί λόγω της γενετικής προδιάθεσής τους ενδέχεται να εμφανίσουν μια ασθένεια σε κάποιο βάθος χρόνου.
Προσθέτει ότι επί πλέον, θεωρείται άδικο, γιατί κανένα άτομο δεν είναι υπεύθυνο για τον γενετικό του κώδικα (είναι εκτός του ελέγχου του ατόμου), και τέλος, είναι αδύνατο να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα στην προγνωστική ακρίβεια των γενετικών εξετάσεων (κατά πόσο δηλαδή το άτομο θα παρουσιάσει οπωσδήποτε την ανωμαλία/ασθένεια στο μέλλον).
Αναφέρει επίσης ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος στιγματισμού του ατόμου, λόγω της πιθανής γενετικής προδιάθεσης του να παρουσιάσει στο μέλλον κάποια ασθένεια ή ανωμαλία, που πιθανόν να δημιουργηθεί από τον αποκλεισμό του από ασφαλιστική κάλυψη. Ο εν λόγω κοινωνικός στιγματισμός, κυρίως σε μικρές κοινωνίες, είναι δυνατό να επεκταθεί όχι μόνο σε άτομα, αλλά ακόμα και σε οικογένειες, ή ακόμα και γεωγραφικές/εθνικές ομάδες.
Σημειώνει πως η ύπαρξη, λειτουργία, και επικερδότητα των ασφαλιστικών εταιρειών, επιβεβαιώνουν την πεποίθηση ότι οι εταιρείες αυτές μπορούν κάλλιστα να επιβιώσουν, να αναπτυχθούν και να επιτύχουν, χωρίς τη διεξαγωγή προληπτικών/διαγνωστικών εξετάσεων και αναφέρεται σε απαγόρευση προληπτικών ιατρικών εξετάσεων (medical screening) για τη διάγνωση υφιστάμενης παθολογίας την οποία ο ασφαλιζόμενος αγνοεί.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η γνώμη έχει ως αποδέκτες τον Έφορο Ασφαλιστικών Εταιρειών ως Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών, τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που παρέχουν ασφαλιστικές υπηρεσίες καθώς και το ευρύτερο κοινό.
Ειδικότερα στη γνώμη της Επιτροπής εκφράζεται έντονος προβληματισμός που αφορά στην κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του γενετικού ελέγχου στους ασφαλιστές και στις ασφαλιστικές εταιρείες και στο ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης κάποιας μορφής δυσμενών «γενετικών διακρίσεων» μεταξύ ατόμων που έχουν γενετική προδιάθεση για την εκδήλωση ασθενειών.
"Αυτή η τάση της γενετικής διάκρισης ήδη παρατηρείται εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες στο πλαίσιο καταγραφής του ιατρικού ιστορικού ενός υποψήφιου προς ασφάλιση θέτουν όρους, περιορισμούς και εξαιρέσεις από τις ασφαλιστικές καλύψεις αναλόγως ιστορικού", διαπιστώνει η Επιτροπή.
Στους προβληματισμούς που διατυπώνει αναφέρει ότι το να υποβληθεί κάποιος σε διαδικασία γενετικών ή βιολογικών εξετάσεων (που υπό διαφορετικές περιστάσεις δεν θα υποβαλλόταν), αποτελεί ενέργεια η οποία μπορεί να καταστρατηγεί το δικαίωμα του ατόμου στην άγνοια.
Προσθέτει πως όσοι είναι φορείς βεβαρημένου γενετικού κώδικα, κινδυνεύουν να γίνουν θύματα διακρίσεων και αποκλεισμού.
Ταυτόχρονα παρατατηρεί ότι από την άλλη πλευρά, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι γενετικές και άλλες ιατρικές προγνωστικές εξετάσεις αποτελούν δικαιολογημένη και νόμιμη επέκταση των παραδεδειγμένων διαδικασιών από πλευράς του ασφαλιστή, για τον υπολογισμό του ρίσκου θνησιμότητας ή/και ασθένειας και όχι μια διαδικασία για την δημιουργία διακρίσεων και αποκλεισμών.
Αναφέροντας ότι η γνωστοποίηση αποτελεσμάτων προγνωστικών γενετικών εξετάσεων στις ασφαλιστικές εταιρείες είναι ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει συζητήσεις και ανησυχίες σχετικά με την ιδιωτικότητα και την προστασία προσωπικών δεδομένων, σημειώνει ότι ορισμένες χώρες έχουν θεσπίσει νομοθεσία που περιορίζει τη δυνατότητα των ασφαλιστικών εταιρειών να χρησιμοποιούν γενετικές πληροφορίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ασφάλιση, προκειμένου να προστατευθεί η ιδιωτικότητα των ατόμων και να αποφευχθεί η διάκριση βάσει γενετικών ή/και βιολογικών παραγόντων.
Επισημαίνει παραβίαση του δικαιώματος της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου, και ιδιαίτερα του δικαιώματος στην άγνοια καθώς υπάρχει επιβολή στον ασφαλιζόμενο σχετικά με το είδος των ιατρικών πληροφοριών που πρέπει να συλλεχθούν, και που αφορούν τη δική του (πιθανή) μελλοντική εξέλιξη της υγείας του. Προσθέτει ότι είναι πιθανόν μια τέτοια επιβολή γνώσης στον ασφαλιζόμενο σχετικά για το άτομό του να βιώνεται επιβαρυντικά και μια τέτοια πληροφορία θα ήταν ίσως καλύτερα εάν δεν του δινόταν αφού θα διατάραζε ανεπανόρθωτα την τωρινή — φυσιολογική ζωή του.
Η Επιτροπή σημειώνει ότι παρά το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι δυνατό να ζητούν και να ενημερώνονται αναφορικά με προγνωστικές εξετάσεις που ήδη προϋπάρχουν, δεν δικαιοδοτούνται να αιτούνται την περαιτέρω διενέργεια πρόσθετων προγνωστικών εξετάσεων καθώς μια τέτοια ενέργεια προσβάλλει το δικαίωμα του προσώπου στην άγνοια.
Επισημαίνει ακόμα ότι ο φόβος για αυξημένο ασφάλιστρο, ή ακόμα και αποκλεισμού από ασφάλιση, μπορεί να οδηγήσει τον ενδιαφερόμενο να αποφύγει τη διεξαγωγή κατά τα άλλα χρήσιμων διαγνωστικών εξετάσεων που πιθανόν να χρειάζεται να γίνουν προληπτικά, και ανεξάρτητα από την πιθανή βούληση του ενδιαφερομένου να συνάψει ιδιωτικό συμβόλαιο προσωπικής ασφαλιστικής κάλυψης.
Παρατηρεί, ακόμα, πως η σύναψη ασφαλιστικού συμβολαίου, έστω και ιδιωτικής φύσης, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του υπολογισμού του ασφαλιστικού ρίσκου στη βάση του γενετικού ρίσκου, είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αλληλεγγύης προς τον ασθενή, τον αδύνατο, τον κινδυνεύοντα.
Επισημαίνει ότι βασικό χαρακτηριστικό των ιδιωτικών συμβολαίων ασφάλισης, ότι κίνδυνοι υπάρχοντες ή προβλεπτοί κατά την σύναψη του ιδιωτικού συμβολαίου δεν καλύπτονται συλλογικά ούτε με τον ίδιο τρόπο από τους ασφαλιζομένους, στην δε περίπτωση της Κύπρου, δεν καλύπτονται καθόλου (δηλ. οι υπάρχουσες ή/και προβλεπτές παθήσεις εξαιρούνται από τους όρους κάλυψης του συμβολαίου), σημειώνοντας ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια δεν βασίζονται σε καμιά αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά στην αρχή της δίκαιης σύναψης συμβολαίου μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών.
Επίσης αναφέρει πως η ελεύθερη βούληση στη σύναψη ασφαλιστικού συμβολαίου προϋποθέτει και την ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των δύο μερών, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση: ο ασφαλιστής είναι δομικά και πάντοτε σε θέση ισχύος μεταξύ των δυο μερών αφού οι όροι του συμβολαίου καθορίζονται αποκλειστικά από τον ίδιο και δεν επιδέχονται διαπραγμάτευσης.
Η μόνη «ελευθερία βούλησης» που ουσιαστικά παραμένει στον ασφαλιζόμενο (το αδύναμο μέρος της συμφωνίας), είναι να μην δεχθεί φυσικά το προτεινόμενο συμβόλαιο, ούτε και την παροχή πληροφοριών για την υγεία του, ούτε και να αποδεχθεί να υποβληθεί σε διαγνωστικές ιατρικές εξετάσεις. Δεδομένου όμως ότι όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες προσφέρουν τους ίδιους όρους, αυτή άρνησή του θα ισοδυναμούσε με αποκλεισμό από την πιθανότητα ασφαλιστικής κάλυψής του πράγμα το οποίο θα τον ενέτασσε σε μια εξαιρετικά δυσχερή θέση, σημειώνει.
Η Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη ότι θα πρέπει να επέλθει μια εξισορρόπηση από τη μια του δικαιώματος του ασφαλιστή να γνωρίζει το πιθανό ρίσκο που καλείται να αναλάβει και από την άλλη του δικαιώματος του ασφαλιζομένου για την πληροφοριακή του αυτοδιάθεση.
Παρατηρεί ακόμα σε ό,τι αφορά τον ασφαλιστή πως η εξέταση δεν ενδιαφέρεται για την προφύλαξη της υγείας του ασφαλιζομένου, αλλά ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για τη διακρίβωση του ασφαλιστικού ρίσκου που πηγάζει από προγενέστερες ή υπάρχουσες παθήσεις, καθώς και από την προδιάθεσή του να παρουσιάσει τέτοιες παθήσεις στο μέλλον.
Διατυπώνει ακόμα τη θέση ότι όλες οι εξετάσεις, γενετικές ή άλλες, που σκοπό έχουν την διακρίβωση του κινδύνου μελλοντικών παθήσεων για τις οποίες ο ασφαλιζόμενος τελεί υπό άγνοια, θα πρέπει να απαγορεύονται, εκτός εάν ο υπό ασφάλιση ενημερωθεί και δώσει την συγκατάθεσή του.
Επίσης διατυπώνει τη γνώμη πως θα πρέπει να επιτρέπεται στον ασφαλιστή να ζητήσει τη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων (αποκλειομένων εκ προοιμίου των γενετικών εξετάσεων, ή άλλων μη γενετικών εξετάσεων που μπορούν να αποκαλύψουν τυχόν γενετική προδιάθεση του ατόμου) για τη λήψη συμπληρωματικών πληροφοριών για σκοπούς καθορισμού του ασφαλιστικού ρίσκου, μόνο εάν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την πιθανή ύπαρξη τέτοιου κινδύνου στη βάση της υφιστάμενης πληροφόρησης που παρέχει ο ασφαλιζόμενος.
Σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής το δικαίωμα του ασφαλιστή να υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με τη γενική κατάσταση της υγείας του υποψήφιου ασφαλιζομένου, θεωρείται θεμιτό και νομιμοποιημένο μέσα στα πλαίσια της ισότιμης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών. Θα μπορούσε κάποιος όμως να ισχυριστεί ότι η λήψη αυτών των πληροφοριών αποτελεί ένα είδος προληπτικού ελέγχου (screening) και ότι ως εκ τούτου θα έπρεπε να απαγορεύεται.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ασφαλιστής δεν διεξάγει νέες διαγνωστικές εξετάσεις, αλλά καταγράφει την κατάσταση της υγείας (μέσω προσωπικής συνέντευξης ή/και μέσω τυποποιημένου ερωτηματολογίου) όπως ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος είναι σε θέση να γνωρίζει, προσθέτει.
Συνεχίζοντας διατυπώνει τη θέση πως οι πληροφορίες που αφορούν το γονιδίωμα του υποψήφιου ασφαλιζομένου, και τη γενετική πιθανότητα να παρουσιάσει κάποια πάθηση στο μέλλον, θα πρέπει να αποκλείεται με απόλυτο τρόπο, προσθέτοντας ότι η απαγόρευση αποτελεί σαφή περιορισμό του γενικού δικαιώματος του ασφαλιστή να υποβάλλει ερωτήσεις. Ο περιορισμός αυτός είναι αναγκαίος για τους πιο κάτω λόγους:
Αναφέρει πως αν το ιατρικό ιστορικό του ασφαλιζομένου δεν δημιουργεί εύλογες υποψίες για διερεύνηση πιθανής πάθησης, τότε η διεξαγωγή όλων των πιο πάνω εξετάσεων και αναλύσεων (μη γενετικής φύσης), δεν πρέπει να επιτρέπονται, όμως ταυτόχρονα θα πρέπει να αποκλεισθούν και οι όποιες μη γενετικές (βιοχημικές ή αιματολογικές ή και άλλες) εξετάσεις οι οποίες εξετάσεις μπορούν να αποκαλύψουν μια πιθανή γενετική προδιάθεση την οποία ο ασφαλιζόμενος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει.
Σημειώνει επίσης πως γενικά, ο ασφαλιζόμενος είναι υποχρεωμένος να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες τις οποίες ο ίδιος γνωρίζει κατά τη στιγμή της σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι γνώμη αυτή θα πρέπει να έχει χρονικά περιορισμένη διάρκεια λόγω των ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον που συνοδεύουν την έρευνα σε ζητήματα γενετικής.