Η έμφυλη βία συνεχίζει να έχει ψηλά ποσοστά στην Κύπρο
25 Νοεμβρίου 2024, 11:53
Το 36,1% γυναικών στην Κύπρο που συμμετείχαν σε ευρωπαϊκή έρευνα δήλωσαν ότι έζησαν σωματική βία ή απειλή ή σεξουαλικη βία κατά την διάρκεια της ζωής τους, αναφέρει η Επίτροπος Διοίκησης και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, σημειώνοντας ότι η έρευνα έδειξε πως και στην Κυπριακή Δημοκρατία η έμφυλη βία συνεχίζει να έχει ψηλά ποσοστά.
Σε τοποθέτησή της με αφορμή την Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών η κ. Λοττίδη αναφέρεται επίσης στις πρόνοιες της νέας οδηγίας της ΕΕ για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας, η οποία θα πρέπει να ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μέχρι τις 14 Ιουνίου 2027, σημειώνοντας ότι ως Εθνική Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα παρακολουθεί «στενά και θα αξιολογεί τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί η κυπριακή πολιτεία ώστε να συμμορφωθεί ουσιαστικά και στην πράξη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Οδηγία».
Στην τοποθέτηση της η Επίτροπος αναφέρει ότι στη χώρα μας, μετά την υπογραφή και κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, γνωστής ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, έχει διαμορφωθεί ένα πλούσιο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο αφενός ποινικοποιεί όλες τις μορφές έμφυλης βίας, και αφετέρου καταγράφει με σαφή και δεσμευτικό τρόπο τις υποχρεώσεις του κράτους στον τομέα της πρόληψης και της προστασίας των θυμάτων.
«Παρά το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο, η έρευνα για την βία κατά των γυναικών που δίνεται σήμερα στην δημοσιότητα και η οποία διεξήχθη από κοινού από την Eurostat, FRA and the EU Agency for Gender Equality (EIGE) για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε πως και στην Κυπριακή Δημοκρατία η έμφυλη βία συνεχίζει να έχει ψηλά ποσοστά», προσθέτει.
Συγκεκριμένα, σημειώνει η κ. Λοττίδη, για την χώρα μας, η έρευνα που διεξήχθη σε ηλικίες 18 έως 74 χρόνων έδειξε ότι ποσοστό 36,1% των γυναικών έζησαν σωματική βία ή απειλή ή σεξουαλικη βία από οποιοδήποτε πρόσωπο καθόλη την διάρκεια της μέχρι τώρα ζωής τους, ποσοστό ύψους 30% υπέστη σωματική και σεξουαλική βία από κάποιο σύντροφο τους ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε σωματική και σεξουαλική βία ή απειλή από τρίτο πρόσωπο από την ηλικία των 15 ετών σε ποσοστό 14,6%».
Συμπληρώνει ότι «όσον αφορά την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας καθόλη την διάρκεια της ζωής τους αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 39,9%».
Η Επίτροπος Διοίκησης συνεχίζει αναφέροντας ότι η έρευνα «επιβεβαιώνει πως οι υφιστάμενες διατάξεις σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς για την αποτελεσματική καταπολέμηση και πρόληψη της βίας κατά των γυναικών, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων που σχετίζονται μ’ αυτά τα αδικήματα βίας, γι αυτό και η ΕΕ έκρινε αναγκαίο όπως θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών σε ολόκληρη την Ένωση».
Ως αποτέλεσμα, προσθέτει, προχώρησε στην πρώτη σχετική νομοθετική πράξη, και συγκεκριμένα στην Οδηγία (ΕΕ)2024/1385, για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας, η οποία αποσκοπεί στην θέσπιση μέτρων σχετικά με την προστασία και την υποστήριξη των θυμάτων, την πρόσβαση τους στη δικαιοσύνη, την ενισχυμένη συλλογή δεδομένων, την πρόληψη, τον συντονισμό και τη συνεργασία, αλλά και τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και ποινών.
«Ιδιαίτερη μνεία ως προς την εν λόγω Οδηγία, είναι ότι εισαγάγει το αδίκημα της κυβερνοβίας και καλεί τα κράτη μέλη να εναρμονιστούν ως προς τους ορισμούς των αδικημάτων και των ποινών σε σχέση με ορισμένες μορφές κυβερνοβίας, κατά την οποία η βία συνδέεται άρρηκτα με τη χρήση τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών», επισημαίνει.
Όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Οδηγίας, αναφέρει, «η κυβερνοβία είναι ευρέως διαδεδομένη, αφού το 2020 εκτιμήθηκε ότι μία στις δύο νέες γυναίκες είχε υποστεί έμφυλη κυβερνοβία, με τις γυναίκες εν γένει να βιώνουν συχνότερα κυβερνοβία και να στοχοποιούνται συστηματικά στο διαδίκτυο λόγω του βιολογικού ή του κοινωνικού φύλου τους, ιδίως δε σεξουαλικές μορφές κυβερνοβίας».
Σύμφωνα με την ίδια, στην Οδηγία καταγράφονται και τυποποιούνται τα εξής τέσσερα ποινικά αδικήματα: (α) της μη συναινετικής κοινοχρησίας υλικού προσωπικής φύσης ή παραποιημένου υλικού, (β) της παρενοχλητικής κυβερνοπαρακολούθησης, (γ) της κυβερνοπαρενόχλησης και (δ) της κυβερνοϋποκίνησης βίας ή μίσους.
Περαιτέρω, ως μέτρο προστασίας των θυμάτων κυβερνοβίας προβλέπεται η άμεση αφαίρεση υλικού κυβερνοβίας/κυβερνοενόχλησης και η απενεργοποίηση πρόσβασης του δράστη με έκδοση άμεσων εντολών προς τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ενώ δίνεται η δυνατότητα στους τελευταίους να τις προσβάλουν δικαστικά στα δικαστήρια του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής που εξέδωσε την εντολή, συμπληρώνει.
Η Οδηγία, αναφέρει η Επίτροπος Διοίκησης, θεσπίζει περεταίρω κανόνες, αναφορικά με τα δικαιώματα των θυμάτων βίας κατά των γυναικών ή εξ οικείων βίας, πριν, κατά και για ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα μετά την ποινική διαδικασία.
Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, προβλέπονται η δυνατότητα καταγγελίας μέσω διαδικτύου ή άλλων προσβάσιμων τεχνολογικών μέσων, η αναφορά πράξεων βίας από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο γνωρίζει ή υποψιάζεται καλόπιστα την τέλεση της πράξης, η καταγγελία από επαγγελματίες του τομέα υγείας, η διενέργεια ατομικών αξιολογήσεων για τον προσδιορισμό τόσο των αναγκών προστασίας των θυμάτων από τον δράστη ή τον ύποπτο, όσο και των αναγκών υποστήριξης, η έκδοση επειγουσών εντολών απαγόρευσης, περιορισμού και προστασίας, η προστασία της ιδιωτικής ζωής του θύματος και η διεκδίκηση αποζημίωσης από το θύμα για τις ζημίες που προκλήθηκαν από αδικήματα βίας.
«Το πιο σημαντικό όμως είναι πως ο νομικός ορισμός του θύματος, που προβλέπεται στην Οδηγία και είναι ευρύτερος από αυτόν της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, αφού περιλαμβάνει και προστατεύει όχι μόνο τις γυναίκες που υφίστανται βία, αλλά και τα παιδιά που γίνονται μάρτυρες», σημειώνει.
Προβλέπονται δηλαδή, εξηγεί, ειδικότερα μέτρα για την υποστήριξη των θυμάτων, ειδικά στην περίπτωση των παιδιών, όπου πρέπει να είναι εξειδικευμένη και κατάλληλη για την ηλικία τους, τις αναπτυξιακές τους ανάγκες, με απόλυτο σεβασμό στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Επιπλέον, αναφέρει, τα κράτη μέλη, οφείλουν να δημιουργούν και διατηρούν ασφαλείς χώρους που επιτρέπουν ασφαλή επαφή μεταξύ του παιδιού και του προσώπου που ασκεί τη γονική μέριμνα το οποίο είναι δράστης ή ύποπτος βίας κατά των γυναικών ή εξ οικείων βίας, στον βαθμό που ο ασκών τη γονική μέριμνα έχει δικαίωμα επικοινωνίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εποπτεία, κατά περίπτωση, από εκπαιδευμένους επαγγελματίες, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η εν λόγω Οδηγία (ΕΕ) 2024/1385, που τέθηκε σε ισχύ από 13.06.2024, θα πρέπει να ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μέχρι τις 14 Ιουνίου 2027.
«Ο θεσμός που εκπροσωπώ, υπό την αρμοδιότητά μας ως Εθνική Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα παρακολουθεί στενά και θα αξιολογεί τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί η κυπριακή πολιτεία ώστε να συμμορφωθεί ουσιαστικά και στην πράξη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Οδηγία, θα συνεχίσει, δε, να συμβάλλει εποικοδομητικά με οποιονδήποτε τρόπο χρειαστεί στον αγώνα για εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και για καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων και ανισοτήτων, γιατί η συνεχής ενδυνάμωση των γυναικών συνιστά συνάμα αντανάκλαση της προστασίας των παιδιών για μια δικαιότερη και υγιή κοινωνία», καταλήγει η κ. Λοττίδη.
Tags: βία, Έμφυλη βία, ενδοοικογενειακή βία