Η αλλαγή ρουτίνας μπορεί να φέρει και ανησυχία στα παιδιά
24 Μαρτίου 2020, 14:31
Η πανδημία του κορωνοϊού και τα μέτρα που λαμβάνονται για να παρεμποδιστεί η εξάπλωσή του οδήγησαν και στο κλείσιμο των παιδιών στο σπίτι, αναστατώνοντας το πρόγραμμά τους. Ποιες οι επιπτώσεις στην ψυχολογία τους; Η αλλαγή της ρουτίνας φέρνει σε κάποιες περιπτώσεις και κάποια ανησυχία ή κάποια μπέρδεμα, οπότε προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια νέα ρουτίνα, ένα νέο πρόγραμμα μέσα στο σπίτι, από κοινού με τα παιδιά μας, δηλώνει στο ΚΥΠΕ η ιδιώτης Σχολική/ Εκπαιδευτική Ψυχολόγος και Ταμίας του Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου, Ανθούλλα Παπαγεωργίου, προσθέτοντας ότι τα όρια της οικογένειας και οι κανόνες και οι αξίες της κάθε οικογένειας είναι σημαντικό να γίνει προσπάθεια να διατηρηθούν όπως ήταν πριν.
Ερωτηθείσα πώς τα παιδιά προσλαμβάνουν την έκτακτη κατάσταση που ζει η Κύπρος λόγω του κορωνοϊού, η κα. Παπαγεωργίου είπε ότι τα παιδιά το εκλαμβάνουν ανάλογα και με το αναπτυξιακό τους επίπεδο, «δηλαδή μιλούμε με την ηλικία τους, το χαρακτήρα τους, διότι δεν μπορούν όλα τα παιδιά να το αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο».
«Σίγουρα υπάρχουν παιδιά πιο μικρής ηλικίας, τα οποία, ακόμα πιθανόν να το βλέπουν σαν κάτι διασκεδαστικό, ότι χάνουν το σχολείο, ότι είναι λίγο διακοπές. Μπορεί να το βλέπουν με ένα πιο αθώο τρόπο, χωρίς να αντιλαμβάνονται στο 100% την σοβαρότητα των πραγμάτων. Το πώς το αντιλαμβάνεται το κάθε παιδί σίγουρα παίζει ρόλο και από τον χαρακτήρα του, αλλά και από το τι στέλνει η οικογένεια στο ίδιο το παιδί, διότι ειδικά τώρα που περνούν πάρα πολλές ώρες μαζί με τους γονείς στο σπίτι σίγουρα οι γονείς είναι και ο καθρέπτης του τι εκλαμβάνουν τα παιδιά τους», συμπλήρωσε.
Σίγουρα, σημείωσε ερωτηθείσα σχετικά, οι γονείς πρέπει να μιλούν με βάση αυτά που γνωρίζουν.
«Πρέπει να μιλούν με στοιχεία και με βάση τα πράγματα που ξέρουν από έγκυρες πηγές. Ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά ότι κυκλοφορούν και φήμες, οι οποίες είναι αβάσιμες, οι οποίες μόνο πανικό προκαλούν, οπότε οι γονείς πρέπει να επικεντρώνονται στο να μιλούν στα παιδιά με ειλικρίνεια, με ένα τρόπο που τα παιδιά μπορούν να το κατανοήσουν ανάλογα και με την ηλικία τους», προσθέτει.
Δηλαδή, όπως εξηγεί, δεν θα μπούμε σε πάρα πολλές λεπτομέρειες ή σε τεχνικούς όρους για ένα παιδάκι μικρής ηλικίας, αλλά ένας έφηβος μπορεί να κατανοήσει και μάλιστα θέλει και έχει ανάγκη να ξέρει τι συμβαίνει. Άρα, συνέχισε, πρώτα απ’ όλα με ειλικρίνεια. Το δεύτερο σημαντικό είναι όλα αυτά τα μέτρα προστασίας που ακούμε καθημερινά στην τηλεόραση, να φροντίσουν οι γονείς στο σπίτι να τα γνωρίζουν τα παιδιά και να εφαρμόζονται», σημείωσε.
Για παιδιά μικρότερης ηλικίας, αναφέρει, αυτό μπορεί να γίνει ακόμα και μέσα από παιχνίδι, «δηλαδή μπορεί με ένα μικρό παιδί να καθίσουμε να ζωγραφίσουμε μια εικόνα που δείχνει να πλένουμε τα χέρια μας και μετά να τη διακοσμήσουμε δίπλα από το νιπτήρα και να τον βοηθήσουμε εμείς να γράψει: «Μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου», αλλά να τα βοηθήσουμε μέσα από την καθημερινότητα να ακολουθούν τα όσα πρέπει να ακολουθούν ειδικά μέσα στο σπίτι για να τα κάνουν γενικότερα».
Σε περίπτωση που νοσήσει κάποιος συγγενής, η κ. Παπαγεωργίου λέει πως αρχικά το παιδί θα έχει απορίες και «εμείς πρέπει να εξηγήσουμε ότι αυτό το άτομο νοσεί, χωρίς να σπείρουμε το πανικό». Όχι, τονίζει, να καλύψουμε την αλήθεια, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο μπέρδεμα. «Μπορούμε με ένα καθησυχαστικό τρόπο να εξηγήσουμε στο παιδί τι συνέβη με βάση το τι ξέρουμε», χωρίς εικασίες για το πού και από ποιον κόλλησε. Υπογραμμίζει περαιτέρω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να μην κατηγοριοποιήσουμε και να μην κατηγορήσουμε ανθρώπους. «Είναι πολύ σημαντικό να μην έχουμε ένα κατηγορητικό ύφος, διότι δεν περνούμε τα σωστά μηνύματα στα παιδιά», αναφέρει περαιτέρω.
Η κα. Παπαγεωργίου δηλώνει, επίσης, ότι θα ήταν καλό να ακούμε το παιδί.
«Συνήθως τα παιδιά που ανησυχούν, θα παρατηρήσουμε ότι θα έρχονται πολύ συχνά και θα ρωτούν, αν είναι καλά. Πιθανόν, να δούμε αλλαγές στο χαρακτήρα τους, κάποιες εκρήξεις ή στεναχώρια ή να μιλούν πιο λίγο ή να μιλούν περισσότερο. Αυτά δεν είναι βίβλος, εξαρτάται από τον χαρακτήρα του παιδιού μας», εξηγεί.
Οι γονείς, όπως σημειώνει, είναι οι καταλληλότεροι να δουν τις αλλαγές σε σχέση με την καθημερινότητα τους. «Άρα, το καλύτερο που έχουμε να προσφέρουμε εκείνη τη στιγμή είναι να είμαστε καλοί ακροατές και παρά να προσφέρουμε εμείς τις εισηγήσεις ή τις απαντήσεις στο παιδί, πρώτα να ακούμε τι χρειάζεται το ίδιο από εμάς, διότι πολλές φορές δίνουμε κάποιες πληροφορίες τις οποίες το ίδιο το παιδί μπορεί να μην έχει ανάγκη να τις ακούσει και να θέλει να ακούσει κάτι άλλο», σημειώνει.
Άρα, συνέχισε, του λέμε τα δεδομένα που έχουμε, παραδείγματος χάριν ότι ο μπαμπάς αρρώστησε, θα πρέπει να μείνει για λίγες μέρες στο νοσοκομείο, του δίνουμε όσες πληροφορίες έχουμε και μετά περνούμε στο να ακούσουμε το παιδί και το τι θέλει να μάθει από εμάς.
Ερωτηθείσα για τις επιπτώσεις που θα έχει στη ψυχολογία ενός παιδιού ο εγκλεισμός του στο σπίτι και μακριά από το σχολείο, τις κοινωνικές δραστηριότητες του, τους φίλους του και από μέλη της οικογένειας του, η κα. Παπαγεωργίου λέει πως αυτό που περνούμε είναι κάτι πρωτόγνωρο, προσθέτοντας ότι δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εικόνα στο 100% των επιπτώσεων.
«Αυτό που συμβαίνει είναι ότι για όλους ανεξαιρέτως ηλικίας, ακόμα και στα βρέφη αλλάζει η ρουτίνα, δηλαδή το να ήξεραν ότι η μαμά θα φύγει από το σπίτι, ακόμα κι αν είναι λίγων μηνών, και να προσπαθούσε η οικογένεια να περάσει τη ρουτίνα το ότι το παιδάκι θα πάει στον παππού και στη γιαγιά ή σε κάποιο βρεφοκομικό σταθμό, αμέσως αυτή η ρουτίνα άλλαξε. Οπότε η αλλαγή της ρουτίνας φέρνει σε κάποιες περιπτώσεις και κάποια ανησυχία ή κάποιο μπέρδεμα, οπότε η πρώτη εισήγηση είναι να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια νέα ρουτίνα, ένα νέο πρόγραμμα μέσα στο σπίτι, από κοινού με τα παιδιά μας, και να προσπαθήσουμε να μείνουνε όσο πιο πιστή στο πρόγραμμα», σημειώνει.
Δηλαδή, προσθέτει η κα. Παπαγεωργίου, διατηρούμε την ώρα ξυπνήματος, εφαρμόζουμε τους κανόνες υγιεινής που είχαμε και πριν, δεν μένουμε με τις πιτζάμες όλη μέρα, διότι βοηθά και ψυχολογικά αυτό το κομμάτι, μετά προσπαθούμε με το παιδί να βάλουμε στη ρουτίνα κάποια πράγματα τα οποία θα θέλαμε να έχει η μέρα μας.
«Αυτό το πρόγραμμα θα ήταν καλό και ωραίο ειδικά για τα πιο μικρά παιδιά, να τοποθετηθεί και κάπου σε ένα χώρο του σπιτιού το οποίο να μπορούν να το βλέπουν και να ξέρουν ότι σήμερα θα κάνουμε αυτό και αυτό. Είναι καλό να έχουμε τον χρόνο που θα περάσουμε μαζί με τα παιδιά μας για να παίξουμε, διότι ο χρόνος πλέον είναι πολύ περισσότερος. Μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε και να έρθουμε όσο πιο κοντά τους γίνεται. Μπορεί το πρόγραμμα να έχει γυμναστική, μπορεί να έχει μαγειρική, μπορεί να έχει ζωγραφική», προσθέτει.
Αναφέρει, παράλληλα, ότι είναι σημαντικό τα παιδιά να έχουν και χρόνο μόνα τους.
«Το γεγονός ότι είναι μαζί μας, μέσα στο σπίτι , δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε 24ώρες το 24ωρο οι γονείς μαζί με τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν ανάγκη το χρόνο που θα είναι μόνα τους, να δουλέψει η φαντασία τους, να μπορούν να διαχειριστούν όλα όσα σκέφτονται, διότι αυτό είναι κάτι που όντως μπορεί να έχει συνέπειες και μετά. Ένα παιδί που θα μάθει μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ότι είμαι 24 ώρες το 24ωρο μαζί με την μητέρα μου, τον πατέρα μου ή τον οποιοδήποτε, θα είναι κάτι που πιθανόν να το δυσκολέψει πιο μετά στο να ξανά ανεξαρτητοποιηθεί και να πάει πίσω στη ρουτίνα του σχολείου είτε του προγράμματος», συμπληρώνει.
Η κα. Παπαγεωργίου αναφέρει, επίσης, ότι πολλά παιδιά βγαίνουν σίγουρα από τα όρια και τους κανόνες του σπιτιού, είτε για την ώρα ύπνου, είτε άλλες συνήθειες.
«Η δική μου εισήγηση είναι τα όρια της οικογένειας και οι κανόνες και οι αξίες της κάθε οικογένειας να προσπαθήσουν να τα κρατήσουν όπως ήταν πριν, δηλαδή δεν είναι περίοδος διακοπών, αν δεν θέλουμε να κοιμηθεί 20.30 και θα κοιμηθεί 21.00, δεν έγινε κάτι, αλλά το να ξεφύγουμε πάρα πολύ από τα όρια μας, αυτό είναι κάτι που μετά θα μας δυσκολέψει στο να τα ξαναχτίσουμε και να βοηθήσουμε το παιδί να επιστρέψει στην ρουτίνα που είχε πιο πριν», εξηγεί.
Η κα. Παπαγεωργίου παρομοιάζει την κατάσταση λίγο με το Σεπτέμβρη, όταν τα παιδιά επιστρέφουν σα σχολεία από τις διακοπές, μετά από τρεις μήνες, που χαλαρώνουν λίγο τα όρια μέσα στο σπίτι, δεν υπάρχει πρόγραμμα σταθερό, δεν υπάρχουν δραστηριότητες, και πρέπει οι γονείς για κάποιο χρονικό διάστημα να βοηθήσουν τα παιδιά τους να ξαναμπούν στη ρουτίνα.
«Είναι καλό όσο μπορούμε περισσότερο να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να μείνουν στην ρουτίνα και στα όρια της οικογένειας, διότι προσφέρει και ασφάλεια στο παιδί να ξέρει τι να περιμένει», αναφέρει.
Συνεχίζοντας αναφέρει περαιτέρω ότι «κάποιοι μπορεί να πανικοβάλλονται, κάποιοι μπορεί να νιώθουν μια σύγχυση, κάποιοι μπορεί να νιώθουν μια ανακούφιση. Ό,τι κι αν είναι αυτό είναι καλό να το ακούμε, να του δίνουμε σημασία, ακόμα και αν είναι ένα μικρό παιδάκι και όταν τελειώσει όλο αυτό να τα βάλουμε λίγο κάτω και να δούμε γιατί νιώθαμε με αυτό τον τρόπο αυτές τις μέρες, διότι σίγουρα μπορούμε να μάθουμε από αυτή την περιπέτεια, αν την ονομάσουμε περιπέτεια», τονίζει, τέλος.