Έκθεση GREVIO για την Κύπρο
23 Νοεμβρίου 2022, 16:32
Η πρώτη έκθεση για την Κύπρο της Ομάδας εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της βίας κατά των γυναικών και την οικιακή βία (GREVIO), που επιβλέπει την υλοποίηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, σημειώνει πολλούς τομείς στους οποίους απαιτείται όπως η Κύπρος πολλαπλασιάσει τη δράση της για συμμόρφωση με τα πρότυπα της Σύμβασης. Παράλληλα, τονίζει θετικά νομικά και πολιτικά μέτρα που έχουν ληφθεί από τις κυπριακές αρχές μετά την επικύρωση της Σύμβασης.
Τον Μάρτιο 2022, αντιπροσωπεία της επιτροπής πραγματοποίησε την πρώτη επιτόπια επίσκεψη στην Κύπρο, με στόχο την αξιολόγηση των μέτρων και πολιτικών που εφαρμόζονται, προς συμμόρφωση με το εκτενές κατευθυντήριο πλαίσιο που εγκαθιδρύει η διεθνής Σύμβαση.
Στην έκθεση τονίζεται ότι μεγάλος αριθμός νομικών και πολιτικών μέτρων έχουν ληφθεί από τις κυπριακές αρχές μετά την επικύρωση της Σύμβασης από την Κύπρο, «τα οποία επιδεικνύουν σταθερή αποφασιστικότητα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά των γυναικών και για τη διασφάλιση της ισότητας των φύλων».
Αυτά περιλαμβάνουν την ψήφιση του νόμου 115(1)/2021 για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και συναφών θεμάτων, την ποινικοποίηση διαφόρων μορφών βίας κατά των γυναικών, την έγκριση τροποποιήσεων στον ορισμό του βιασμού με σκοπό την καλύτερη ευθυγράμμισή του με τη Σύμβαση, καθώς και την έναρξη ισχύος του νόμου του 2021 για την προστασία από την παρενόχληση και την παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking) και τον νόμο του 2020 για την καταπολέμηση του σεξισμού και της σεξιστικής συμπεριφοράς.
Παρά τις πιο πάνω δράσεις, η GREVIO παρατηρεί στην έκθεση μια σειρά θεμάτων όπου απαιτείται βελτίωση για να επιτευχθούν υψηλότερα επίπεδα συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
Στον τομέα της προστασίας, η έκθεση επισημαίνει την απουσία κέντρου αναφοράς για θύματα βιασμού ή σεξουαλικής βίας, το οποίο να παρέχει ολιστική και ολοκληρωμένη υποστήριξη στα θύματα σεξουαλικής βίας/βιασμού.
Σημειώνει επίσης ότι επί του παρόντος τα ιατροδικαστικά στοιχεία μπορούν να αφαιρεθούν από το θύμα εάν έχει καταγγείλει το περιστατικό βίας στην αστυνομία, μια απαίτηση που, όπως λέει, δεν συνάδει με τη Σύμβαση.
Επιπλέον, έχουν εντοπιστεί διαρθρωτικές ελλείψεις που απορρέουν από τη συνύπαρξη του νόμου του 2000 για τη βία στο οικογενειακό δίκαιο και του νόμου 115 για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και συναφών θεμάτων, με αποτέλεσμα να οδηγούν σε αντιφατικές διατάξεις σε ορισμένα θέματα.
Τονίζεται στην έκθεση ότι παρά τη συμπερίληψη σε δύο διαδοχικά εθνικά σχέδια δράσης για την ισότητα των φύλων, του στόχου της δημιουργίας μιας κεντρικής βάσης δεδομένων για όλες τις μορφές βίας κατά των γυναικών, δεν έχει σημειωθεί πρόοδος μέχρι στιγμής στο θέμα αυτό.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα δεδομένα που συλλέγονται επί του παρόντος είναι, στην πραγματικότητα, λίγα, αποσπασματικά και ανίκανα να παράσχουν μια συνολική εικόνα σχετικά με τη συχνότητα της ενδοοικογενειακής βίας και άλλων μορφών βίας κατά των γυναικών, την υποστήριξη και την προστασία που παρέχεται στα θύματα και, γενικότερα, την ανταπόκριση των αρμόδιων φορέων.
Αναφέρεται επίσης στην ανεπαρκή συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό των καταγγελιών που ελήφθησαν από την αστυνομία, τις έρευνες που άρχισαν, τις απαγγελίες κατηγοριών και τις καταδίκες που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια, για οποιαδήποτε μορφή βίας κατά των γυναικών.
Παρά την εκπαίδευση των αξιωματικών για επιβολή του νόμου σχετικά με τη βία κατά των γυναικών, η έκθεση υπογραμμίζει ότι οι προκαταλήψεις και οι πατριαρχικές συμπεριφορές εξακολουθούν να είναι ανεξέλεγκτες και έχουν οδηγήσει σε αποτυχία καταγραφής περιστατικών βίας κατά των γυναικών και αδράνεια από πλευράς της αστυνομίας, οδηγώντας τα θύματα με τη σειρά τους να μην προβαίνουν σε καταγγελίες λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές επιβολής του νόμου, υπό την καθοδήγηση της Εισαγγελίας, βασίζονται υπερβολικά στη δήλωση του θύματος, με αποτέλεσμα να μην συλλέγουν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός που με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε χαμηλό αριθμό υποθέσεων που προχωρούν με επιτυχία ενώπιον της δικαιοσύνης.
Επιπλέον, η έκθεση εκφράζει σοβαρή ανησυχία για την έλλειψη υποχρεωτικής κατάρτισης των εισαγγελέων και των δικαστών, σημειώνοντας ότι ορισμένοι έχουν αναφερθεί ότι επιδεικνύουν σεξιστικές και μισογυνικές συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικής βίας/βιασμού και γενικά δεν κατανοούν επαρκώς την παραδειγματική αλλαγή στην απόδειξη του βιασμού μετά την τροποποίηση του σχετικού νόμου.
Η έκθεση εντοπίζει επίσης σημαντικές ελλείψεις τόσο στη νομοθεσία όσο και στην πρακτική των οικογενειακών δικαστηρίων όταν αποφασίζουν σχετικά με την επιμέλεια και τα δικαιώματα επίσκεψης μετά από περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους, δεν γίνεται ρητή αναφορά στην ενδοοικογενειακή βία ή σε άλλες μορφές βίας κατά των γυναικών ως νομικό κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιμέλεια και το δικαίωμα επίσκεψης.
Επιπλέον, προστίθεται, τα οικογενειακά δικαστήρια φαίνεται να ερμηνεύουν ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού να διατηρεί επαφή και με τους δύο γονείς σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και όταν το παιδί έχει γίνει μάρτυρας βίας. Στην έκθεση εκφράζονται επίσης ανησυχίες σχετικά με την αύξηση της χρήσης από τα δικαστήρια της έννοιας του λεγόμενου «συνδρόμου γονικής αποξένωσης» σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, μια έννοια που, όπως αναφέρεται, αναγνωρίζεται ότι δεν υπάρχει, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζονται στη διασφάλιση της ασφάλειας του θύματος ή/και του παιδιού κατά την επίσκεψη με πατέρες που έχουν ασκήσει σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Κύπρος λόγω της πρωτοφανούς εισροής μεταναστών και αιτητών ασύλου, η έκθεση εντοπίζει σημαντικές προκλήσεις για τη διασφάλιση της διαδικασίας αιτητών ασύλου που θα λαμβάνει υπόψη του φύλου.
Η GREVIO επισημαίνει επίσης τον «συσσωρευμένο κίνδυνο» που αντιμετωπίζουν γυναίκες αιτήτριες πολιτικού ασύλου που πέφτουν θύματα σεξουαλικής βίας και βιασμού. Η έκθεση αναφέρεται σε καταγγελίες της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με ιδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται την ευαίσθητη κατάσταση των γυναικών αιτούντων άσυλο και την απεγνωσμένη ανάγκη τους για εξεύρεση στέγασης. Επιπλέον, οι γυναίκες που ζητούν άσυλο και οι μετανάστριες αντιμετωπίζουν δυσκολίες να καταγγείλουν την έμφυλη βία και να λάβουν υποστήριξη.
Όπως αναφέρει η έκθεση, στο κέντρο υποδοχής Πουρναρά δεν έχουν ληφθεί επαρκή μέτρα για τον διαχωρισμό των ανύπαντρων γυναικών και των ασυνόδευτων κοριτσιών, με αποτέλεσμα να γίνονται πολυάριθμες καταγγελίες για σεξουαλική βία στη συγκεκριμένη δομή.
Ανάμεσα στις εισηγήσεις της GREVIO είναι όπως οι κυπριακές αρχές δημιουργήσουν κέντρα κρίσεις για περιστατικά σεξουαλικής βίας και βιασμών που θα προσφέρουν ιατρική και ιατροδικαστικές εξετάσεις και ψυχολογική στήριξη στα θύματα.
Ζητεί επίσης τροποποίηση του νόμου για τις Σχέσεις Γονέων και Παιδιών και την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών για τους επαγγελματίες, ώστε να προβλέπεται ρητά και να διασφαλίζεται ότι κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων επιμέλειας και επικοινωνίας των παιδιών λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά βίας που καλύπτονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και, επιπλέον, να διασφαλίζεται ότι κατά την άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος επίσκεψης ή επιμέλειας, διασφαλίζονται τα δικαιώματα και η ασφάλεια του θύματος και των παιδιών του.
Επιπλέον, στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη για θέσπιση σαφούς νομικού πλαισίου που θα διέπει τα περιοριστικά μέτρα σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι διαθέσιμα στα θύματα για άμεση προστασία, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις απόδειξης στο θύμα.
Καλεί επίσης την Κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι έκτακτα περιοριστικά μέτρα σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορούν να εκδίδονται γρήγορα, σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες και με καθορισμένα και αυστηρά χρονικά όρια για την αίτηση και έγκρισή τους.
Ζητεί τη λήψη νομοθετικών ή άλλων μέτρων για τον ακριβέστερο προσδιορισμό της έννοιας της συναίνεσης στο πλαίσιο των αδικημάτων βιασμού και σεξουαλικής βίας που ποινικοποιούνται από τον Ποινικό Κώδικα, διευκρινίζοντας ότι θα πρέπει να χορηγείται οικειοθελώς ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιστάσεων.
Η έκθεση της GREVIO ζητά τη δημιουργία εξειδικευμένων ερευνητικών μονάδων για την ενδοοικογενειακή βία με ειδική εκπαίδευση, καθοδήγηση και εμπειρογνωμοσύνη για να χειρίζονται περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, πέρα από την ενδοοικογενειακή βία, όπως η παρενοχλητική παρακολούθηση, οι ψηφιακές μορφές βίας κατά των γυναικών, η σεξουαλική παρενόχληση, ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων, ο αναγκαστικός γάμος και ο βιασμός.
Ζητεί επίσης να διασφαλιστεί η ανάπτυξη διαδικασιών για τον εντοπισμό και την προστασία των γυναικών που έχουν αιτηθεί άσυλο και των κοριτσιών που είναι θύματα έμφυλης βίας και να διασφαλιστεί ότι ελέγχονται για τέτοια θέματα κατά την άφιξή τους (ή αμέσως μετά), διασφαλίζοντας την άμεση μεταφορά σε εγκαταστάσεις υποδοχής ή ιδιωτική στέγαση και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και παροχής συμβουλών.
Tags: βία, Γυναίκα, ενδοοικογενειακή βία