ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Διχασμός Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης για ανθεκτικότητα συστημάτων υγείας

10 Νοεμβρίου 2024, 06:00

images

Στο διχασμό μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης όσον αφορά το πόσο ανθεκτικά είναι τα συστήματα υγείας τους και πόσο έτοιμα είναι να αντιμετωπίσουν μελλοντικές απειλές, αναφέρεται νέα έκθεση από μια δεξαμενή σκέψης με έδρα τη Μπρατισλάβα.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση στην οποία κάνει αναφορά το Euronews, κανένα σύστημα υγείας δεν βγήκε αλώβητο από την πανδημία του COVID-19, αλλά ορισμένες χώρες κάνουν περισσότερα από άλλες για να γίνουν ισχυρότερες έναντι μελλοντικών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων πιθανών κρίσεων υγείας και ζητημάτων που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού της Ευρώπης.

Αυτές οι περιφερειακές ανισότητες θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες στο μέλλον, σύμφωνα με την έκθεση της GLOBSEC.

«Η πανδημία COVID-19 απέδειξε επίσης ότι η ρήση ‘μια αλυσίδα είναι τόσο δυνατή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της’ ισχύει στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης», δήλωσαν οι ερευνητές.

«Δυστυχώς, «η δύναμη της αλυσίδας», αποδείχθηκε πολύ διαφορετική στις χώρες της ΕΕ», υποδεικνύεται.

Οι ερευνητές ανέλυσαν 36 μετρήσεις που καλύπτουν το εργατικό δυναμικό της υγειονομικής περίθαλψης, τη διαθεσιμότητα ιατρικής τεχνολογίας και φαρμάκων, υπερβολικούς θανάτους και ασθένειες και στρατηγικό σχεδιασμό για τον τομέα της υγείας, για να προσδιορίσουν τις ευρωπαϊκές χώρες που είναι καλύτερα και χειρότερα προετοιμασμένες για κρίσεις υγείας.

Οι χώρες που ξεχωρίζουν στην ετοιμότητα

Η Νορβηγία βρέθηκε στην κορυφή, ακολουθούμενη από την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Γερμανία και τη Δανία. Αυτές οι χώρες σημείωσαν καλή βαθμολογία, τόσο όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση υγείας, όσο και τη μελλοντική ετοιμότητα.

Αντίθετα, στο τέλος της λίστας ήταν η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Λετονία, η Ρουμανία και η Σλοβακία. Μεταξύ των 10 χειρότερων χωρών, οι οκτώ ήταν στην Κεντρική ή Ανατολική Ευρώπη.

Όπως αναφέρεται, οι χώρες που δαπανούν περισσότερα για την υγειονομική περίθαλψη, τείνουν να έχουν καλύτερες επιδόσεις από εκείνες με λιγότερες επενδύσεις.

Ωστόσο, οι συγγραφείς παρατήρησαν ότι ακόμη και σε χώρες υψηλού εισοδήματος, υπάρχουν ανισότητες ως προς την αστική-αγροτική κατάσταση και άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες.

«Η οικονομική πίεση από την πανδημία του COVID-19 έχει επιδεινώσει αυτά τα ζητήματα σε πολλές χώρες, ασκώντας πρόσθετη πίεση στους ήδη τεντωμένους προϋπολογισμούς για την υγειονομική περίθαλψη», ανέφεραν.

Υψηλότερης ποιότητας διαγνωστικές δυνατότητες σε υψηλόβαθμες χώρες

Οι υψηλόβαθμες χώρες είχαν επίσης συνήθως υψηλότερα ποσοστά καρκίνου ή άλλων ασθενειών, αλλά οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν ότι αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο ότι έχουν υψηλότερης ποιότητας διαγνωστικές δυνατότητες, επιτρέποντάς τους να αντιμετωπίσουν περισσότερα προβλήματα υγείας.

Οι χώρες χαμηλότερης κατάταξης, έτειναν να έχουν ασθενέστερες υποδομές υγείας, συμπεριλαμβανομένων λιγότερων νοσοκομείων και εξειδικευμένων κλινικών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλους χρόνους αναμονής και υπερπλήρεις εγκαταστάσεις, αναφέρει η έκθεση.

Επίσης, συχνά περιμένουν περισσότερο για νέα φάρμακα και οι πολίτες τείνουν να πιστεύουν ότι υπάρχει υψηλότερο επίπεδο διαφθοράς στα νοσοκομεία από ό,τι αλλού στην Ευρώπη.

Συγκεκριμένα, η Ανατολική Ευρώπη έχει επίσης δει υψηλότερο ποσοστό υπερβολικών θανάτων από την πανδημία, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Λιθουανία.

Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αύξησαν τους προϋπολογισμούς τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ωστόσο, εξακολουθούν να δαπανούν μόνο το 50% έως το 60% αυτών που δαπανούν οι κορυφαίες χώρες για την υγειονομική περίθαλψη, σύμφωνα με την έκθεση.

«Οι χώρες με χαμηλότερες βαθμολογίες συχνά παλεύουν με υποχρηματοδοτούμενα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης», υποστήριξαν οι ερευνητές, «που μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά προβλημάτων, όπως ανεπαρκείς ιατρικές προμήθειες, ξεπερασμένος εξοπλισμός και ανεπαρκείς εγκαταστάσεις».

Όπως επισημαίνεται, «υπάρχουν μερικά φωτεινά σημεία». Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης τείνουν να έχουν λιγότερη πρόσβαση σε νέα φάρμακα από άλλες περιοχές, αλλά η Τσεχική Δημοκρατία έχει διαθέσει το 62% των εγκεκριμένων από την ΕΕ φαρμάκων, έναντι μέσου όρου 28% σε ολόκληρη την περιοχή.

Της Γεωργίας Χαννή

Σχετικά Άρθρα