Ο εγκέφαλος χρειάζεται το σκοτάδι για να "κοιμηθεί" σωστά
03 Ιανουαρίου 2025, 16:00
Έρευνά που δημοσιεύτηκε στο Stroke, αναφέρει ότι όσοι κρατούσαν τις περσίδες ή τις κουρτίνες ανοιχτές στα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας κατά το νυχτερινό τους ύπνο, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου έως και κατά 43%.
Μάλιστα η εισχώρηση φωτός στο δωμάτιο -από φώτα στο δρόμο, το πρώτο φως του ήλιου αν δεν υπάρχει ανάγκη να ξυπνήσουμε τόσο νωρίς αλλά και από τη φωτορύπανση με ανοιχτές οθόνες κλπ- έχει ως αποτέλεσμα την αφύπνιση του εγκεφάλου και του σώματος. Ο διαταραγμένος και ανεπαρκής ύπνος επιβαρύνει τελικά τόσο την καρδιά και τον εγκέφαλο, όσο και άλλα όργανα.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα υψηλότερα επίπεδα έκθεσης σε εξωτερικό τεχνητό φως τη νύχτα μπορεί να αποτελούν παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Γι’ αυτό, συμβουλεύουμε τους ανθρώπους που κατοικούν σε αστικά περιβάλλοντα να μειώσουν αυτή την έκθεση» επισημαίνει ο Δρ Jain-Bing Wang, ειδικός σε θέματα δημόσιας υγείας και ερευνητής της μελέτης.
Για να διερευνήσουν την επίδραση του τεχνητού φωτός στη λειτουργία της καρδιάς, οι ερευνητές μελέτησαν 28.300 άτομα από την κινεζική πόλη-λιμάνι Ningbo, περίπου 120 μίλια νότια της Σαγκάης. Οι συμμετέχοντες ήταν κατά μέσο όρο 62 ετών και δεν είχαν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο ή ανεύρυσμα.
Κάθε συμμετέχων παρακολουθήθηκε επί 6 χρόνια, με τους επιστήμονες να καταγράφουν περιπτώσεις εγκεφαλικού επεισοδίου ή άλλων αντίστοιχων νόσων μέσω των ιατρικών αρχείων των νοσοκομείων. Συνολικά, εντόπισαν 1.278 περιπτώσεις, εκ των οποίων οι 900 αφορούσαν σε εγκεφαλικά επεισόδια.
Εκτιμώντας τη φωτορύπανση που αντιστοιχούσε σε κάθε ασθενή, για τις ανάγκες της ανάλυσης, χρησιμοποίησαν δορυφορικές εικόνες. Τα αποτελέσματα προσαρμόστηκαν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και το εισόδημα για να υποδηλώσουν τον κίνδυνο και την επιρροή της φωτορύπανσης.
«Η έκθεση σε έντονο τεχνητό φως τη νύχτα θα μπορούσε να επηρεάσει τον κιρκάδιο ρυθμό του σώματος, καταστέλλοντας την έκκριση μελατονίνης. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγές σε βιολογικούς δείκτες, όπως σε αύξηση των επιπέδων τριγλυκεριδίων, της αρτηριακής πίεσης και της γλυκόζης στο αίμα, παράγοντες δηλαδή καρδιαγγειακού κινδύνου» επισημαίνει ο Δρ Wang.
Η μελέτη εξέτασε επίσης τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Όπως διαπιστώθηκε, όσοι ζούσαν σε περιοχές με τα υψηλότερα επίπεδα PM10 – μια μικροσκοπική ένωση που απελευθερώνεται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων – είχαν έως και 50% υψηλότερο κίνδυνο να πάσχουν από καρδιαγγειακή νόσο, σε σύγκριση με όσους εκτέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα.
Αντίστοιχα, όσοι εκτέθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα σωματιδίων PM2.5 – μιας μικρότερης ουσίας που εκλύεται από τα αυτοκίνητα- διέτρεχαν 41% υψηλότερο κίνδυνο και, τέλος, όσοι εκτέθηκαν σε οξείδιο του αζώτου, παρουσίασαν 31% υψηλότερο κίνδυνο.