ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Η σεξουαλικότητα φαίνεται και από την φωνή...

24 Μαΐου 2021, 18:00

images

Eρευνητές ανακάλυψαν ότι ο χαμηλότερος τόνος φωνής συναντάται σε άτομα (άνδρες και γυναίκες) που είναι πιο εξωστρεφή και με μεγαλύτερη κοινωνική σεξουαλικότητα, με τα ευρήματα της μελέτης τους να έχουν δημοσιευτεί στο Journal of Research in Personality.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα περισσότερων από 2.000 συμμετεχόντων και περιέλαβαν πληροφορίες από τέσσερις διαφορετικές χώρες, οι οποίες αξιολογήθηκαν μέσω προγράμματος σε υπολογιστή. Μάλιστα, είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ένα αντικειμενικό ψηφιακό εργαλείο μέτρησης της χροιάς της φωνής σε μελέτη τέτοιου είδους, αντί για υποκειμενικές αξιολογήσεις του πόσο «υψηλή» ή «χαμηλή» μπορεί να ακούγεται μια φωνή.

Οι ερευνητές μέτρησαν την «κοινωνική σεξουαλικότητα» συγκεντρώνοντας απαντήσεις σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά, διάθεση και επιθυμία. Συγκέντρωσαν, επίσης, δεδομένα για την κυριαρχία και άλλα χαρακτηριστικών της προσωπικότητας όπως η νευρωτισμός, η εξωστρέφεια, η ανεκτικότητα σε νέες εμπειρίες, η συγκαταβατικότητα και η συνείδηση.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι με πιο βαριές φωνές ήταν πιο κυριαρχικοί, εξωστρεφείς και με υψηλότερη κοινωνική σεξουαλικότητα. Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στη χροιά της φωνής και τα άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ήταν λιγότερο σαφής, πιθανότατα επειδή αυτά δεν εκφράζονται στον τόνο της φωνής. Οι επιστήμονες δεν βρήκαν κάποια διαφορά ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

«Η φωνή των ανθρώπων μπορεί να προξενήσει τεράστια και άμεση εντύπωση σε έναν άλλον. Ακόμα κι αν απλώς ακούμε τη φωνή κάποιου χωρίς οπτικά στοιχεία, καταλαβαίνουμε σχεδόν άμεσα ότι μιλάμε σε έναν άνδρα, μια γυναίκα, ένα παιδί ή ένα ηλικιωμένο άτομο. Μπορούμε, επίσης, να καταλάβουμε αν το άτομο αυτό δείχνει ενδιαφέρον, είναι φιλικό, λυπημένο, εκνευρισμένο ή αν έχει ελκυστική φωνή. Επίσης, ξεκινάμε να κάνουμε υποθέσεις σχετικά με την αξιοπιστία και την κυριαρχικότητά του», αναφέρει η Δρ. Julia Stern από το Πανεπιστήμιο του Göttingen.


Σχετικά Άρθρα