ΤΕΠΑΚ/Τμήμα Νοσηλευτικής: H Βία απειλεί την ψυχική και σωματική υγεία των νοσηλευτών
10 Οκτωβρίου 2024, 11:46
Η Παγκόσμια Ημέρας Ψυχικής Υγείας γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Οκτωβρίου. Το μήνυμα της για εφέτος είναι «Ψυχική Υγεία στο Περιβάλλον Εργασίας», στοχεύοντας στην ανάδειξη του κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζει το εργασιακό περιβάλλον στην ψυχική υγεία των ατόμων.
Πράγματι, το 60% του γενικού πληθυσμού περνά περίπου το ένα τρίτο της ημέρας του σε κάποιον χώρο εργασίας, με αποτέλεσμα η σχέση του με την κατάσταση υγείας των ατόμων να είναι άρρηκτη και συνάμα η ποιότητα του περιβάλλοντος εργασίας να συνιστά θέμα δημόσιας ψυχικής υγείας.
Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ένα ασφαλές και υγιές περιβάλλον εργασίας συνιστά έναν προστατευτικό παράγοντας ψυχικής υγείας. Αντίθετα, περιβάλλοντα εργασίας στα οποία διατηρούνται συνθήκες αποκλεισμού, στιγματισμού και έκθεσης σε ψυχο-κοικωνικούς κινδύνους, όπως είναι η παρενόχληση, ο εκφοβισμός, η βία, η έκθεση σε τραυματικά γεγονότα, η δυσαναλογία μεταξύ απαιτήσεων και μέσων υποστήριξης (όπως επαρκές προσωπικό, ανεπαρκής εξοπλισμός και υλικοί πόροι) απειλούν την ψυχική υγεία, την ευεξία και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων.
Επομένως, η μέριμνα για διαμόρφωση και διατήρηση υγιών εργασιακών περιβάλλοντων, καθώς επίσης και η ανάληψη δράσεων που στοχεύουν στην πρόληψη κινδύνων που απειλούν την ψυχική υγεία των εργαζομένων απαιτείται να είναι μέρος της στρατηγικής για την ψυχική υγεία των συστημάτων υγείας, και μάλιστα στο πλαίσιο συνεργατικών προσεγγίσεων όπου ακούγονται οι φωνές όλες των ενδιαφερομένων.
Υπογραμμίζεται ότι εξίσου σημαντικό είναι το εργασιακό περιβάλλον να είναι συμπεριληπτικό προς τα άτομα που ήδη αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην ψυχική τους υγεία, διασφαλίζοντας ένα ιδιαίτερα υποστηρικτικό πλαίσιο, ώστε τα άτομα αυτά να μπορούν να συνεχίζουν παραγωγικά την εργασία τους και να παραμένουν επιτυχώς στο εργατικό δυναμικό.
Ειδικότερα για το νοσηλευτικό επάγγελμα, αν και το μήνυμα της παγκόσμιας ημέρας νοσηλευτών/τριών για το 2024 ήταν «Οι Νοσηλευτές/τριες μας. Το μέλλον μας. Η οικονομική δύναμη της φροντίδας», η Νοσηλευτική υφίσταται συχνότερα οικονομικούς περιορισμούς όσον αφορά τις επενδύσεις στην εκπαίδευση και στις δράσεις πρόληψης επαγγελματικών ψυχοκοινωνικών και σωματικών κινδύνων που απειλούν την υγεία του νοσηλευτικού προσωπικού και συνεπακόλουθα την ασφάλεια και την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας. Ένας, όπως φαίνεται, συχνός κινδύνους που απειλεί την ψυχική και σωματική υγεία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής του νοσηλευτικού προσωπικού είναι η έκθεση σε περιστατικά βίας.
Δυστυχώς, όμως, οι νομικές και διοικητικές δράσεις πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας προς τους/τις νοσηλευτές/τριές παραμένουν σε στάδιο ανάπτυξης, και τις περισσότερες φορές δεν επαρκούν. Δυστυχώς τα περιστατικά βίας προς τους επαγγελματίες υγείας, ιδιαίτερα στις δομές οξείας φροντίδας αυξάνονται καθημερινά, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Μάλιστα, πολύ πρόσφατα γίναμε μάρτυρες σοβαρότατου περιστατικού βίας προς το ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό στο ΤΑΕΠ του Γ.Ν. Λευκωσίας. Το Τμήμα Νοσηλευτικής του ΤΕΠΑΚ εκφράζει δημόσια τη διαμαρτυρία του για αυτά τα περιστατικά και υπογραμμίζει την ανάγκη να παρθούν άμεσα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισής τους.
Ευθυγραμμισμένο με τον αγώνα κατά της βίας, στο Τμήμα Νοσηλευτικής του ΤΕΠΑΚ διεξάγεται μελέτη διερεύνησης της εμπειρίας νοσηλευτών/τριών ΤΑΕΠ από περιστατικά βίας στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Προηγμένη Νοσηλευτική & Φροντίδα Υγείας» από τις μεταπτυχιακές φοιτήτριες κ. Κουτσόφτα Χριστίνα (ποιοτικός σχεδιασμός) και κ.Άννα Ελ Ριζ (ποσοτικός σχεδιασμός), υπό τον επιστημονικό συντονισμό της αναπληρώτριας καθηγήτριας Δρ Μαρία Καρανικόλα.
Ειδικότερα, μέσα από τη συγχρονική μελέτη διερεύνησης της εργασιακής βίας και ψυχικής ανθεκτικότητας σε νοσηλευτές των δημοσίων ΤΑΕΠ της Κύπρου, φάνηκε ότι εντός των τελευταίων 12 μηνών, 9 στους 10 νοσηλευτές/τριες που συμμετείχαν στη μελέτη (92.4%) είχαν υποστεί λεκτική βία, ενώ σχεδόν 1 στα 5 άτομα (16.7%) ανέφεραν ότι έχουν υποστεί λεκτική και σωματική βία. Οι πιο συχνές συμπεριφορές λεκτικής βίας ήταν προσβλητικά και υποτιμητικά σχόλια, οι απειλές και οι φωνές.
Όσον αφορά τα περιστατικά σωματικής βίας, αυτά ήταν κυρίως σπρωξίματα, τραβήγματα από τα ρούχα και φτύσιμο. Ένοπλες απειλές με πραγματικά όπλα ή αιχμηρά αντικείμενα (π.χ. ψαλίδι, μαχαίρι) ήταν πιο σπάνια, αν και αναφέρθηκαν και τέτοιες περιπτώσεις.
Αναφορικά με τη λεκτική βία και μια συμμετέχουσα ανέφερε, χαρακτηριστικά: «[…] και τότε είπε την επική ατάκα που δεν θα ξεχάσω ποτέ […] ότι θα με πιάσει να με δέσει πάνω στο αυτοκίνητό του και να με κάμνει γύρους στην περιοχή, ώσπου να λιώσει η φάτσα μου χαμέ μέσα στον δρόμο[…]» (Άντρη)
Τέτοιου είδους εμπειρίες απειλών φάνηκε ότι συνιστούν διαχρονικά, τραυματικά βιώματα υπογραμμίζοντας τις επιπτώσεις στην ψυχικής υγεία, την ευεξία και την ποιότητα ζωής των ατόμων που βιώνουν ένα απειλητικό περιβάλλον εργασίας.
Ο συχνότερος τρόπος διαχείρισης της βίαιης συμπεριφοράς ήταν η παρέμβαση από άλλο/η νοσηλευτή/τρια τη στιγμή του συμβάντος, και όχι από κάποιον επίσημο φορέα ασφάλειας.
Για το θέμα αυτό, στο ποιοτικό μέρος της μελέτης χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από μια συμμετέχουσα : «[…]Από τη στιγμή που η δουλειά του σαν λειτουργός ασφαλείας δεν λειτούργησε όπως έπρεπε […] τότε εσύ πρέπει να μιλήσεις μαζί με την αστυνομία […]. (Χριστιάνα)
Ειδικότερα, φάνηκε πώς ο ρόλος της υπηρεσίας ασφαλείας ήταν ανεπαρκής, και ως εκ τούτου η κύρια παρέμβαση αποκλιμάκωσης της έντασης ήταν η κλήση της αστυνομίας από το ίδιο το νοσηλευτικό προσωπικό, η οποία όμως λόγω του χρονοβόρου χαρακτήρα της δεν συνέβαλλε τελικά στην αποκλιμάκωση, αλλά φάνηκε ότι συνιστούσε έναν ακόμη παράγοντα πυροδότησης των συγκρούσεων με τους χρήστες των υπηρεσιών υγείας.
Άλλες αιτίες πυροδότησης βίαιων συμπεριφορών από την πλευρά των ασθενών και των συνοδών τους φάνηκε ότι ήταν ο μεγάλος χρόνος αναμονής, ο συνωστισμός και το αίσθημα έλλειψης προσοχής. Κατά συνέπεια, ο χώρος διαλογής και τα δωμάτια εξέτασης ήταν τα μέρη όπου σημειώνονταν πιο συχνά τα επεισόδια βίας. Σχεδόν 1 στους 3 νοσηλευτές/τριες δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν εάν το νοσοκομείο διαθέτει διαδικασίες και συστήματα αναφοράς επεισοδίων βίας, ενώ 1 στα 4 άτομα αναφέρθηκαν στην έλλειψη διαδικασιών/συστημάτων αναφοράς επεισοδίων βίας.
Αν και ένα μικρό ποσοστό των νοσηλευτών/τριών ανέφεραν ότι δεν πραγματοποιούσαν επίσημη αναφορά περιστατικών εργασιακής βίας (15.9%), ωστόσο όταν γινόταν αυτή η αναφορά ήταν κυρίως προφορική και συχνότερα στον/στην υπεύθυνο/η βάρδιας, χωρίς συχνά κάποια μέριμνα υποστήριξης, ή παρέμβασης. Όσον αφορά τα διαθέσιμα αρχιτεκτονικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα ασφάλειας που υπάρχουν στο ΤΑΕΠ, 1 στους 3 νοσηλευτές/τριες δηλώνουν ότι δεν υπάρχει, δυστυχώς, τέτοιου είδους μέριμνα.
Μάλιστα, ειδικά ως προς τη στάση της Διοίκησης των νοσοκομείων οι συμμετέχουσες/οντες στην ποιοτική μελέτη χαρακτηρίστηκε όχι μόνο ως ανεπαρκής, αλλά συχνά κακοποιητική: «[…] κάποιες φορές οι προϊστάμενοι και η διοίκηση δεν καταλαβαίνουν και έρχονται σε σύγκρουση μαζί μας πολλές φορές […] δεν μας φτάνει η βία από τους εξωτερικούς παράγοντες έχουμε και από εσωτερικούς […].» (Χάρης)
Τα συνολικά ευρήματα της μελέτης αυτής προγραμματίζεται να ανακοινωθούν στο επερχόμενο Παγκύπριο Συνέδριο Νοσηλευτών και Μαιών τον Δεκέμβριο.