Σπάστε τα δεσμά της ημικρανίας με σωστή ενημέρωση και θεραπεία
10 September 2020, 10:00
Από ημικρανία υποφέρει 1 στους 7 ανθρώπους στο δυτικό κόσμο με ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών να έχουν παρουσιάσει το πρόβλημα από την παιδική και εφηβική ηλικία. Η ημικρανία είναι μια εξουθενωτική νευρολογική νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατή κεφαλαλγία και πολλά άλλα συμπτώματα όπως είναι ο ίλιγγος, ο έμετος και η φωτοφοβία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε ο Σύλλογος Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Ευαισθητοποίησης για την Ημικρανία (12 Σεπτεμβρίου), το 35% των πασχόντων χάνει 1-2 μέρες από τη δουλειά του, το 10% χάνει 3-5 μέρες το μήνα και το 6% πάνω από 5 μέρες κάθε μήνα από τη δουλειά του. Επίσης, το 94% δηλώνει πως έχει μειωμένη απόδοση τουλάχιστον για 1-2 μέρες το μήνα στην εργασία του. Οι περισσότεροι ημικρανικοί διστάζουν να μιλήσουν και να βρουν κατανόηση από το κοινωνικό ή εργασιακό τους περιβάλλον, είτε επειδή θεωρούν ότι αυτό θα υποβαθμίσει το εργασιακό τους προφίλ, είτε διότι θεωρούν ότι οι άλλοι δε θα τους καταλάβουν. Η έρευνα διεξάχθηκε διαδικτυακά και έλαβαν μέρος 2105 ασθενείς.
Το βασικό πρόβλημα με την ημικρανία είναι ότι πρόκειται για μια νόσο πολύ υποτιμημένη και υπάρχει ελλιπής ενημέρωση για την βαρύτητα της νόσου, τόσο στο ευρύ κοινό και τους ασθενείς, όσο και στην Πολιτεία. Απασχολεί άτομα κάθε ηλικίας, άντρες και γυναίκες, με την συντριπτική πλειοψηφία όμως, σύμφωνα με την έρευνα, σε ποσοστό 92,45%, να αφορά τις γυναίκες.
«Η κοινή αντίληψη για την ημικρανία είναι ότι αφορά απλά σε έναν έντονο πονοκέφαλο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νευρολογική πάθηση που χρήζει εξειδικευμένης θεραπείας», ανέφερε η κυρία Κατερίνα Κουρούδη, μέλος του Συλλόγου και της ομάδας σύνταξης της έρευνας. Και ενώ το 70,84% των συμμετεχόντων στην έρευνα, δήλωσε ότι υποφέρει από ημικρανία πάνω από 10 χρόνια και το 50,70% έχει πάει στα Επείγοντα νοσοκομείου λόγω σοβαρής κρίσης, ωστόσο το 60,90% δήλωσε ότι έχει πάνω από ένα χρόνο να επισκεφθεί τον γιατρό του για να λάβει εξειδικευμένη βοήθεια.
Το 65,94% νιώθει ότι χάνει τη ζωή του βιώνοντας πόνο, το 55,87% ότι έχει άγχος για την επόμενη κρίση, ενώ το 24,53% έχει την ανάγκη να κρύψει την ημικρανία από τους άλλους, σημείο που δείχνει το στίγμα που συνοδεύει ακόμη και σήμερα την ημικρανία.
Μάλιστα 1 στους 4 συμμετέχοντες στην έρευνα θεωρεί ότι η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα είχαν αρνητική επίδραση στη πάθησή τους. Επίσης, «οι μισοί συμμετέχοντες (ποσοστά κοντά στο 50%) δήλωσαν πως νιώθουν άγχος, αβοήθητοι ή και απογοητευμένοι από τη ζωή τους με την ημικρανία,σύμφωνα πάντα με την πρόσφατη έρευνα» τόνισε ο κ. Κωνσταντίνος Μπίλιας, Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος.
Ο νευρολόγος και Επιστημονικός Σύμβουλος του Συλλόγου, κ. Μανώλης Δερμιτζάκης, Διδάκτωρ Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ, σχολίασε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας του Συλλόγου δείχνουν ότι η ημικρανία υπάρχει και στην παιδική ηλικία και μάλιστα ανέφερε ότι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι το 5% των παιδιών πάσχουν από ημικρανία, που σημαίνει ότι σε κάθε σχολική τάξη υπάρχει τουλάχιστον ένα παιδί με ημικρανία. Ο γιατρός τόνισε ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνεται λάθος χειρισμός στην αντιμετώπιση της ημικρανίας, και όπως έδειξε και η έρευνα, 1 στους 3 ημικρανικούς «αρκείται» στην κατάχρηση απλά παυσίπονων, που βέβαια μακροπρόθεσμα επιδεινώνει την ημικρανία του και την γενική κατάσταση της υγείας του.
Οι θεραπείες
Οι υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές διακρίνονται σε δυο κατηγορίες, επεσήμανε ο νευρολόγος Δρ Μιχάλης Βικελής, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιστημονικός Σύμβουλος του Συλλόγου. Εκείνες που χορηγούνται κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ημικρανίας και εκείνες που λαμβάνονται προληπτικά προκειμένου να μειωθεί η συχνότητα και η βαρύτητα των επεισοδίων. Οι προληπτικές θεραπείες χορηγούνται συνήθως για μεγάλα χρονικά διαστήματα και έχουν ένδειξη όταν οι ημικρανίες εμφανίζονται αρκετές μέρες το μήνα. Ο Δρ Βικελής ανέφερε ως αποτελεσματική λύση για την ημικρανία θεραπεία με ειδικά μονοκλωνικά αντισώματα, οι οποίες διατέθηκαν πριν από ένα έτος στην Ελλάδα ενώ συνολικά μετρούν 4 έτη ανάπτυξης και κλινικών μελετών.