Ψυχοσωματικές Ασθένειες: Εκεί που τελειώνει η βιολογία, αρχίζει η ψυχολογία
02 Ιουλίου 2019, 18:23
Η δημόσια συζήτηση γύρω από το κατά πόσον η βιολογία ή το περιβάλλον συμβάλλουν περισσότερο στην τελική διαμόρφωση του ψυχισμού είναι ακόμη κραταιά, αν και παλαιά. Οι μεν ψυχολόγοι, που τάσσονται υπέρ των σύγχρονων αντιλήψεων της βιοψυχολογίας, υποστηρίζουν ότι ο γενετικός μας κώδικας είναι αυτός που καθορίζει στον μέγιστο βαθμό τις συμπεριφορές και τα συμπτώματά μας, οι δε ψυχοθεραπευτές, που καταδύονται βαθύτερα στον προσωπικό ωκεανό των θεραπευόμενών τους, τείνουν στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των εμπειριών μας, ατομικών, οικογενειακών και συλλογικών, συμβάλλει στην σχέση σώματος και ψυχής.
Όπως μας εξηγεί η Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια, Σοφία Χατζηδημητρίου, «παρά τις διαφωνίες αναφορικά με τα ποσοστά επιρροής που ‘διεκδικούν’ η φύση και το βίωμα στην διαμόρφωση του ψυχισμού, παραμένει αδιαμφισβήτητη η μεταξύ τους άρρηκτη και αδήριτη σχέση. Ο ανθρώπινος ψυχισμός διαμορφώνεται μοναδικά και ξεχωριστά για τον καθένα από εμάς, βάσει του εξίσου μοναδικού και ξεχωριστού μίγματος βιολογίας και βιώματος που αλληλοεπιδρούν, με έναν τρόπο που μεν ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν μπορεί απαραίτητα να αναλυθεί στον πυρήνα του με συμπεράσματα ακριβείας όσον αφορά σε απόλυτα ποσοστά επιρροής».
Και μας δίνει το εξής παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα βρέφος με κάπως πιο ευαίσθητο γαστρεντερικό σύστημα, με μια συγκεκριμένη γενετική προδιάθεση, λοιπόν, το οποίο περνάει τους γνωστούς κολικούς της βρεφικής ηλικίας εντονότερα από κάποιο άλλο. Αυτό μπορεί να το χαρακτηρίσει στο μυαλό της μητέρας του ως φιλάσθενο ή ιδιαίτερα ευαίσθητο και άρα να χρωματίσει αναλόγως την συμπεριφορά της και να γίνει, επί παραδείγματι, υπερπροστατευτική ή φοβική, να έχει έντονες εξάρσεις άγχους, με δυσκολία να περιέξει το συναίσθημά της. Το βρέφος κάνει τότε την σύνδεση μεταξύ των σωματικών του συμπτωμάτων και του άγχους της μητέρας του. Είναι αναμενόμενο δε, το άγχος της μητέρας να γενικευθεί και σε συμπτώματα πέραν των κολικών. Αποτέλεσμα αυτής της πρώτης σύνδεσης που εγγράφεται και εγκαθίσταται στον ψυχισμό, θα μπορούσε να είναι ότι όταν το βρέφος αυτό μεγαλώσει, ακόμη και στην ενήλικη ζωή του, να συνδέει το άγχος με τα κοιλιακά του συμπτώματα να γίνει μια αντιστροφή της σύνδεσης αιτίας-αιτιατού, όπου, κάθε που θα αγχώνεται το παιδί ή ο ενήλικας, να επιστρέφουν σε αυτόν τα συμπτώματα που είχε πρωτοσυνδέσει με το άγχος της μητέρας του.
Στην περίπτωση που η μητέρα του ίδιου βρέφους αντιμετωπίσει με ψυχραιμία τους κολικούς του μωρού της, παρέχοντάς του ένα συναίσθημα ασφάλειας, διαβεβαίωσης ότι αυτό είναι κάτι το παροδικό, φροντίδας και δεν προβεί σε μια γενικευμένη εκδήλωση άγχους, τότε οι πιθανότητες είναι αυτό το βρέφος, μεγαλώνοντας, ακόμη κι αν συνεχίσει να έχει κάπως πιο ευαίσθητο γαστρεντερικό σύστημα από άλλους, να μην αναχθεί αυτό σε σειρά ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, όπως είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, αυτοάνοσες ή άλλες παθήσεις. Επίσης, θα έχει λιγότερες πιθανότητες, ασχέτως της γενετικής του προδιάθεσης, να αναπτύξει ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, λόγω άγχους ή άλλων ψυχικών διαταραχών.
Αυτό είναι ένα απλοϊκά δοσμένο παράδειγμα που σκοπό έχει να καταδείξει την σχέση γενετικής προδιάθεσης και εμπειρίας. «Επί πραγματικού, η σχέση αυτή είναι σαφώς πιο περίπλοκη», μας λέει η κ. Χατζηδημητρίου. «Μπορούμε να σκεφτούμε την περίπτωση κάποιου ατόμου με προδιάθεση και ευρύτερο οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ότι προϋπάρχει μια γενετική βάση πάνω στην οποία μπορεί να γεννηθεί και να εγκατασταθεί ένας εθισμός. Όμως, καθοριστικό ρόλο θα παίξουν σε αυτό τα βιώματα αυτού που έχει την προδιάθεση, όπως το αν θα μεγαλώσει σε μια ισορροπημένη οικογένεια, το αν θα έχει στηρίγματα και θα ευημερεί κοινωνικά, το αν θα του συμβεί κάτι τραγικό στην ζωή του, όπως μια απρόσμενη, άκαιρη και βίαιη απώλεια, σε μια περίοδο που ο ψυχισμός του δεν θα έχει ωριμάσει ακόμη ώστε να την διαχειριστεί επαρκώς».
Αυτό που έχει αξία στην ψυχοθεραπεία είναι το να μπορέσει το άτομο που πάσχει από ψυχοσωματικές εκδηλώσεις να κάνει τις ανάλογες ερμηνείες και συνδέσεις μεταξύ των βιωμάτων του και των σωματικών του συμπτωμάτων. Όχι γιατί αυτό εξαφανίζει μαγικά ή δια παντός τα συμπτώματα, αλλά γιατί σίγουρα βοηθά στην κατανόησή τους και άρα στην καλύτερή τους διαχείριση, όπως και εξασθένιση.
Η ψυχοθεραπεύτρια μας εξηγεί: «Στην ψυχοθεραπεία συνομιλεί κανείς με τα συμπτώματά του, εφόσον αυτά εκλαμβάνονται ως ‘φωνές’ της ψυχής που έχουν ένα μήνυμα να μεταφέρουν και για αυτόν ακριβώς τον λόγο συνήθως επιμένουν. Έναν ψυχοθεραπευτή δεν τον αφορά μόνο η εξασθένιση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, αλλά κυρίως η ερμηνεία και κατανόησή τους».
Έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία, βέβαια, να σημειώσουμε ότι, ακόμη και αν αποφανθούμε ότι κάποιο σύμπτωμα είναι ψυχοσωματικό, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν είναι αληθινό και άρα ότι δεν ενδέχεται να χρήζει, ταυτόχρονα, και ιατρικής αντιμετώπισης.
Tags: Ψυχολογία