Η κετογονική δίαιτα συνδέεται με τη μείωση των κρίσεων επιληψίας
08 Νοεμβρίου 2024, 09:00
Η επιληψία επηρεάζει περισσότερα από 50 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, με σχεδόν το 1/3 των ασθενών να παραμένουν ανθεκτικοί στα φάρμακα, παρά το πλήθος αντισπασμωδικών φαρμάκων που κυκλοφορούν (ASM). Η ανθεκτική στα φάρμακα επιληψία, χαρακτηρίζεται από την αδυναμία επίτευξης καταπολέμησης των επιληπτικών κρίσεων μετά από επαρκείς δοκιμές δύο κατάλληλων ASM. Η κετογονική δίαιτα είναι μία αναγνωρισμένη θεραπεία για παιδιά με φαρμακοανθεκτική επιληψία, με πάνω από το 50% των συμμετεχόντων να παρουσιάζουν σημαντική μείωση των επιληπτικών κρίσεων.
Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο eBioMedicine, μια ομάδα ερευνητών ερεύνησε τις συσχετίσεις μεταξύ της μικροχλωρίδας του εντέρου, του μεταβολισμού του ορού και της μείωσης των κρίσεων σε παιδιά με φαρμακοανθετική επιληψία (νευρολογική διαταραχή) μετά από 3 μήνες τήρησης κετογονικής δίαιτας.
Ειδικότερα, η κοόρτη της μελέτης περιελάμβανε 14 παιδιά με διάγνωση επιληψίας, συμπεριλαμβανομένων 9 κοριτσιών και 5 αγοριών, με διάμεση ηλικία τα 8 έτη κατά την έναρξη της θεραπείας με κετογονική δίαιτα. Η έναρξη της επιληψίας εμφανίστηκε σε μέση ηλικία 0,6 ετών, με 10 από τους 14 συμμετέχοντες να δηλώνουν πως εμφάνισαν συμπτώματα πριν συμπληρώσουν το 1 έτος.
Οι τύποι και οι αιτιολογίες των επιληπτικών κρίσεων ταξινομήθηκαν, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του International League Against Epilepsy (ILAE), αποκαλύπτοντας ότι τα περισσότερα παιδιά εμφάνισαν πολλαπλούς τύπους κρίσεων, με μέσο όρο 2 είδη ανά ασθενή.
Οι επικρατέστεροι τύποι κρίσεων ήταν οι γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις και οι εστιακές κρίσεις. Πριν από την κετογονική δίαιτα, οι συμμετέχοντες είχαν δοκιμάσει, κατά μέσο όρο, 6 ASM.
Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ASMs περιελάμβαναν το βαλπροϊκό οξύ και την κλοβαζάμη. Ενώ ο στόχος ήταν να διατηρηθούν σταθερές οι δόσεις ASM για τους πρώτους 3 μήνες της θεραπείας, κάποιες προσαρμογές ήταν απαραίτητες λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων μειώσεων στις δόσεις τοπιραμάτης και βαλπροϊκού οξέος για λίγα παιδιά.
Στους 3 μήνες, η μέση αναλογία λιπών προς υδατάνθρακες και πρωτεΐνες ήταν 3,5 (±SD 0,4), κυμαινόμενη μεταξύ 3:1 και 4:1. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες (7 παιδιά) ταξινομήθηκαν ως ανταποκρινόμενοι, παρουσιάζοντας μείωση των κρίσεων κατά 50% ή περισσότερο.
Το διάμεσο επίπεδο βήτα-υδροξυβουτυρικού (β-ΟΗΒ) μεταξύ των ανταποκρινόμενων ήταν 5,2 mmol/L, σε σύγκριση με 4,9 mmol/L στους μη ανταποκρινόμενους, το οποίο δεν ήταν στατιστικά σημαντικό.
Η ανάλυση των μεταβολικών προφίλ, ανέδειξε σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται με τη διατροφική θεραπεία. Η διακύμανση αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στη διατροφική παρέμβαση, με αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των ατόμων που ανταποκρίθηκαν και όσων δεν τα κατάφεραν.
Συνολικά, ανιχνεύθηκαν 995 μεταβολίτες, με 345 να παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές που αποδίδονται στην κετογονική δίαιτα. Μεταξύ αυτών, τα κετονοσώματα όπως το 3-υδροξυβουτυρικό και το ακετοξικό οξύ αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ τα επίπεδα γλυκόζης μειώθηκαν όπως αναμενόταν. Τέλος, οι αναλύσεις μεταβολικής οδού αποκάλυψαν 8 σημαντικά διαφοροποιημένες οδούς, που αφορούσαν κυρίως λιπαρά οξέα.