Καμπανάκι για παραβάσεις εφήβων, ανεπαρκής διαχείριση από φορείς
24 Οκτωβρίου 2022, 06:00
Πέραν των 650 παιδιών και εφήβων έχουν προβεί σε παραβατικές συμπεριφορές τα τελευταία τρία χρόνια, γεγονός που ανησυχεί την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Κύπρου, καθώς οι αρμόδιοι φορείς φαίνεται να δυσκολεύονται να διαχειριστούν με τα κατάλληλα μέτρα την τρέχουσα κατάσταση.
Η πρόεδρος της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Κύπρου, Δρ. Ειρήνη Λόρδου, αναφέρει σε σημείωμα της ότι σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας Κύπρου για την παραβατικότητα ανάμεσα σε ανήλικους από 7 μέχρι 16 ετών, το 2019 βρέθηκαν να είχαν υποπέσει σε παραβάσεις (σοβαρές υποθέσεις και μικροπαραβάσεις) 241 ανήλικοι, το 2020 212 ανήλικοι, και το 2021 194 ανήλικοι.
Ακόμη, η πλειοψηφία αυτών των παραβάσεων έγινε από εφήβους ηλικίας 14 μέχρι 16 ετών.
Όπως σημειώνει, «οι αριθμοί αυτοί πρέπει να μας προβληματίσουν, αφού σημαίνει ότι πέραν των 650 παιδιά και έφηβοι έχουν την τελευταία τριετία προβεί σε συμπεριφορές οι οποίες διαταράσσουν την κοινωνική συνοχή, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των συμπολιτών μας, αλλά και την ασφάλεια και αναπτυξιακή διαδρομή των ιδίων».
Προσθέτει ότι ο πραγματικός αριθμός, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις, ενδέχεται να είναι πολλαπλάσιος μελλοντικά και κρίνεται αναγκαίο να βρεθούν λύσεις για μείωση του αριθμού των περιστατικών αυτών.
Το φαινόμενο των επιθετικών, κακοποιητικών και εκφοβιστικών συμπεριφορών με θύτες και θύματα ανηλίκους, καθώς και τρόποι αντιμετώπισής του θα συζητηθεί σήμερα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών, έπειτα από εισήγηση της προέδρου της Επιτροπής και βουλεύτριας του ΑΚΕΛ Ειρήνης Χαραλαμπίδου.
Διαταραχή διαγωγής και συναφή προβλήματα
Η κ. Λόρδου επισημαίνει ότι οι έφηβοι με διαταραχή διαγωγής (ΔΔ) παρουσιάζουν αριθμό αντικοινωνικών συμπεριφορών, οι οποίες περιλαμβάνουν το σχολικό εκφοβισμό, την επιθετικότητα προς ανθρώπους και ζώα, την καταστροφή ιδιοκτησίας, την κλοπή, και άλλα.
Ωστόσο, εξηγεί ότι, εκτός από την παραβατικότητα, οι έφηβοι με ΔΔ παρουσιάζουν συχνά και άλλα προβλήματα, όπως γνωστικές και ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες, με σημαντικά αυξημένη συχνότητα συγκριτικά με τους συνομήλικους τους που δεν έχουν ΔΔ.
Επιπλέον, τα προβλήματα αυτά περιλαμβάνουν χαμηλές λεκτικές ικανότητες, κατάθλιψη, άγχος, ψυχωσικές διαταραχές, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, καθώς και χρήση παράνομων ουσιών.
Σημειώνει ακόμη ότι «ένα σημαντικό ποσοστό των νέων αυτών παρουσιάζει ιστορικό κακοποίησης και άλλων δυσχερών ή τραυματικών εμπειριών, με αποτέλεσμα να βιώνει και συμπτώματα διαταραχής μετά-τραυματικού στρες».
Ως αποτέλεσμα, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που εκδηλώνουν οι έφηβοι με ΔΔ, τους οδηγούν συχνά σε ένα δυσμενές μονοπάτι σχολικής αποτυχίας ή/και σχολικής εγκατάλειψης, οικογενειακών συγκρούσεων, καθώς και εμπλοκής με το νομικό σύστημα.
Έτσι, όταν τα άτομα αυτά φτάσουν πλέον στην ενηλικίωση, παρουσιάζουν δυσκολίες στην εξεύρεση επαγγέλματος, χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ελλείψεις σε βασικές ψυχοκοινωνικές δεξιότητες, συζυγικά προβλήματα, καθώς και αυξημένο κίνδυνο για εμπλοκή σε εγκληματικές συμπεριφορές και σύλληψη.
Δυσκολία διαχείρισης προβλήματος από τους φορείς
Σύμφωνα με την κ. Λόρδου, κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας και των ποικίλων ενδοατομικών, διαπροσωπικών, και κοινωνικών σύνοδων προβλημάτων της.
Όπως διαπιστώνει, παρόλο που έχουν γίνει ορισμένες προσπάθειες για αντιμετώπιση της παραβατικότητας στην Κύπρο, φαίνεται να υπάρχει μια δυσκολία διαχείρισης από τους σχετικούς φορείς.
Συγκεκριμένα αναφέρει παραδειγματικά ότι η Υπηρεσία Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει τα συγκεκριμένα περιστατικά και η Αστυνομία Κύπρου, δεν έχει ακόμη τα εργαλεία για αποτελεσματική διαχείριση των εφήβων αυτών, αφού δεν υπάρχουν οι κατάλληλες θεραπευτικές δομές με τις οποίες να μπορεί να συνεργαστεί για σκοπούς παραπομπής και διαχείρισης.
Ακόμη, τονίζεται, η Ομάδα Άμεσης Παρέμβασης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, αν και είναι αναμφίβολα χρήσιμη σε προληπτικό επίπεδο, εστιάζει αποκλειστικά σε άτομα που βρίσκονται στο σχολικό περιβάλλον, και όχι σε άτομα τα οποία έχουν εγκαταλείψει το σχολείο.
Επίσης, οι μονάδες απεξάρτησης, εστιάζουν πρωτίστως στο πρόβλημα της κατάχρησης ουσιών, και όχι στην ίδια τη διαταραχή διαγωγής και τα σύνοδα της προβλήματα, και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ευημερίας έχει τελικά την ευθύνη για τα παραβατικά παιδιά, αλλά δεν έχει επαρκή προγράμματα παρέμβασης στη διάθεση της.
Κάνει αναφορά επίσης στον περί παιδιών σε σύγκρουση νόμο του 2021, ο οποίος θα συμβάλει στη σημαντική εξέλιξη στη διαχείριση της νεανικής παραβατικότητας, αφού δημιουργεί προοπτική για αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο για διαχείριση της εφηβικής παραβατικότητας. Πέραν αυτού, προσθέτει ότι προνοεί συνεργασία εμπλεκομένων φορέων, στήριξη οικογενειών, κέντρα ημέρας, καθώς και κέντρα ασφαλούς φύλαξης.
«Όμως αυτά ακόμη δεν έχουν υλοποιηθεί. Οι βέλτιστες πρακτικές για αντιμετώπιση της εφηβικής παραβατικότητας περιλαμβάνουν πολυσυστημικές παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα - νευρογνωστικό, ψυχοσυναισθηματικό, κλινικό, παιδοψυχιατρικό, εκπαιδευτικό, οικογενειακό, και κοινοτικό, ώστε να επέλθει μόνιμη και ανθεκτική αλλαγή», τονίζει.
Της Ουρανίας Στυλιανού
Tags: έφηβοι, Παιδί, Σχολείο και παιδί