ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Αναγνωρίζουμε και αντιμετωπίζουμε την κολπική μαρμαρυγή

12 Νοεμβρίου 2019, 07:15

images

Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή μορφή καρδιακής αρρυθμίας. Υπολογίζεται ότι 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ έχουν αυτό τον ακανόνιστο ρυθμό της καρδιάς, όπου οι κόλποι της καρδιάς συστέλλονται ακανόνιστα και είναι συγχρονισμένοι με τις κοιλίες της καρδιάς.

Όπως μας εξηγεί ο επεμβατικός καρδιολόγος Ιωάννης Κανακάκης, επόμενος πρόεδρος της ΕΚΕ, η νόσος  σχετίζεται με την ηλικία και λόγω της γήρανσης του πληθυσμού αναμένεται σημαντική αύξηση της επίπτωσης της κολπικής μαρμαρυγής τις επόμενες δεκαετίες.

Το κύριο πρόβλημα στην αντιμετώπιση αυτής της αρρυθμίας είναι η πρώιμη αναγνώρισή της, λόγω της «σιωπηλής» φύσης της κολπικής μαρμαρυγής στο 1/3 περίπου των ασθενών.

Η πρώιμη αναγνώριση της αρρυθμίας επιτρέπει την έγκαιρη έναρξη θεραπείας που οδηγεί στην προστασία των ασθενών από τις επιπτώσεις της κολπικής μαρμαρυγής στην καρδιακή λειτουργία, αλλά και από την εξέλιξη της, από μια εύκολα θεραπεύσιμη κατάσταση, σε ένα τελικά ανθιστάμενο στη θεραπεία κλινικό πρόβλημα.

Παράγοντες που αυξάνουν την επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής είναι:

Ηλικία.

Ανδρικό φύλο.

Σύνδρομο «υπνικής άπνοιας».

Κατάχρηση αλκοόλ,

Μεταβολικό σύνδρομο: Παχυσαρκία, Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2, δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση.

Ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου και η αλλαγή του τρόπου ζωής μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη αλλά και στον καλύτερο έλεγχο της κολπικής μαρμαρυγής. Σαν παράδειγμα η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης μπορεί να βοηθήσει στην ελάττωση της συχνότητας εμφάνισης της κολπικής μαρμαρυγής.

Αναστρέψιμες αιτίες που προκαλούν κολπική μαρμαρυγή:

Έμφραγμα μυοκαρδίου.

Αυξημένη κατανάλωση οινοπνεύματος.

Περικαρδίτιδα.

Υπερβολική λήψη καφεΐνης.

Καρδιοχειρουργική επέμβαση.

Υπερθυρεοειδισμός.

Όγκοι θωρακικού τοιχώματος.

Στους περισσότερους ασθενείς δεν υπάρχει συγκεκριμένο αναστρέψιμο αίτιο. Η ιδιοπαθής (LONE) κολπική μαρμαρυγή χαρακτηρίζεται με την απουσία καρδιαγγειακής, πνευμονικής ή συστηματικής πάθησης. Η επίπτωση είναι 2% των ασθενών στη μελέτη Framinghan και έως 20% σε άλλες μελέτες.

Ως παροξυσμική χαρακτηρίζεται η κολπική μαρμαρυγή όταν παρουσιάζει απότομα και επανέρχεται αυτόματα σε φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό.

Εμμένουσα χαρακτηρίζεται εάν η κολπική μαρμαρυγή απαιτεί φαρμακευτική ή άλλη παρέμβαση για την επαναφορά σε φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό.

Μόνιμη κολπική μαρμαρυγή όταν αποτυγχάνει η επαναφορά σε φυσιολογικό ρυθμό ή δεν επιχειρείται η ανάταξη π.χ. σε ηλικιωμένους ασθενείς με καθιστική ζωή.

Τα κύρια συμπτώματα είναι:

Το αίσθημα παλμών όπως συμβαίνει με την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση του ρυθμού σε συνδυασμό με τα άρρυθμα καρδιακά διαστήματα

Δύσπνοια κατά την προσπάθεια βαδίσματος ή καθημερινής δραστηριότητας.

Εύκολη κούραση.

Ζάλη.

Προσυγκοπτικό επεισόδιο.

Στηθάγχη.

Αντιμετώπιση του ασθενούς με κολπική μαρμαρυγή περιλαμβάνει τα παρακάτω:

Πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων και κυρίως αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Έλεγχο της καρδιακής συχνότητας.

Ανάταξη σε φλεβοκομβικό ρυθμό.

Διατήρηση φλεβοκομβικού ρυθμού.

Πρόληψη υποτροπών της αρρυθμίας.

Ο έλεγχος της καρδιακής συχνότητας επιτυγχάνεται με φάρμακα και επί αποτυχίας με ηλεκτροφυσιολογική παρέμβαση, όπως τροποποίηση ή κατάλυση του κολπο-κοιλιακού κόμβου.

Η ανάταξη σε φυσιολογικό ρυθμό επιτυγχάνεται ηλεκτρικά ή με αντιαρρυθμικά φάρμακα. Επίσης, με τη διενέργεια κατάλυσης στην περιοχή των πνευμονικών φλεβών.

Η πρόληψη των εγκεφαλικών επεισοδίων επιτυγχάνεται με την χορήγηση αντιπηκτικής θεραπείας.

Οι πάσχοντες από κολπική μαρμαρυγή έχουν τέσσερις έως πέντε φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθουν εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα εγκεφαλικά επεισόδια που προκαλούνται από κολπική μαρμαρυγή τείνουν να είναι πιο σοβαρά. Πριν τη χορήγηση αντιπηκτικής θεραπείας γίνεται εκτίμηση του κινδύνου για εμφάνιση θρομβοεμβολικών επεισοδίων με ειδικά scores.

Σήμερα προτιμώνται τα νεότερα από του στόματος αντιπηκτικά (απιξαμπάνη, νταμπιγκατράνη, ριβαροξαμπάνη) τα οποία δεν επηρεάζονται από την λήψη τροφής και δεν χρειάζεται έλεγχος του αντιπηκτικού αποτελέσματος.


Σχετικά Άρθρα